H αξιολόγηση της επιμόρφωσης: το παράδειγμα ενός επιμορφωτικού σεμιναρίου για τη διαφοροποιημένη διδασκαλία
Περιεχόμενα
Συμπεράσματα
Τα συμπεράσματα από την παρούσα εργασία μπορούν να διακριθούν σε δυο διαφορετικά επίπεδα. Το πρώτο αφορά το μεθοδολογικό. Όπως διαφάνηκε στο πρώτο μέρος της εργασίας η αξιολόγηση ενός επιμορφωτικού σεμιναρίου αποτελεί μια σύνθετη διαδικασία που καθορίζεται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Η παρούσα εργασία αποτέλεσε μια προσπάθεια ανάπτυξης και εφαρμογής εργαλείων για την αξιολόγηση ενός επιμορφωτικού σεμιναρίου για τη διαφοροποιημένη διδασκαλία. Το μοντέλο που προτάθηκε επιχείρησε να συνδυάσει στοιχεία του τεχνοκρατικού μοντέλου μέτρησης των αποτελεσμάτων, κυρίως στο επίπεδο της μάθησης των συμμετεχόντων και μάλιστα της εκτίμησης των υποκειμένων για τη μάθησή τους, με όψεις από ένα περισσότερο ανθρωπιστικό και πλουραλιστικό μοντέλο, που δίνει έμφαση στην εμπλοκή των υποκειμένων, τις αλληλεπιδράσεις που αυτά αναπτύσσουν και στον τρόπο που ερμηνεύουν όλη τη διαδικασία. Η διερεύνηση της υπάρχουσας κατάστασης, η οποία θέτει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τον εκπαιδευτικό και τις δικές του ανάγκες, και η αξιολόγηση του πρώτου επιπέδου της αντίδρασης των συμμετεχόντων έδινε τη δυνατότητα να διερευνηθούν παράγοντες που σχετίζονται με την άμεση εμπειρία των εκπαιδευτικών από τη συμμετοχή τους στο σεμινάριο και να αναδυθούν οι υποκειμενικές τους ερμηνείες.
Το δεύτερο επίπεδο αφορά τα αποτελέσματα από την αξιολόγηση του συγκεκριμένου σεμιναρίου επιμόρφωσης. Η αξιολόγηση του σεμιναρίου από τους συμμετέχοντες ήταν θετική σχεδόν σε όλα τα επιμέρους αντικείμενα. Σύμφωνα με τις απαντήσεις που δόθηκαν, το σεμινάριο κάλυψε σε μεγάλο βαθμό τις προσδοκίες των εκπαιδευτικών. Θετική, επίσης, ήταν η αξιολόγηση των συμμετεχόντων σε ό,τι αφορούσε τη γενική τους ικανοποίηση, το εκπαιδευτικό υλικό, τις εργασίες που ανατέθηκαν, τον επιμορφωτή αλλά και τα οργανωτικά ζητήματα. Εξίσου θετική ήταν η άποψή τους στο επίπεδο της μάθησης. Η πρακτική διάσταση του σεμιναρίου συνέβαλε στην ανάπτυξη της ικανότητας των εκπαιδευτικών να σχεδιάζουν και να εφαρμόζουν τη διαφοροποιημένη διδασκαλία. Μάλιστα το σεμινάριο επιχείρησε να υπερβεί τη μηχανιστική εφαρμογή και να υποκινήσει και να καλλιεργήσει έναν αναστοχασμό πάνω στην πράξη, έστω και τεχνικού χαρακτήρα.
Η αξιολόγηση του επιπέδου της υποστήριξης του πλαισίου κατέδειξε ότι ένα επιμορφωτικό σεμινάριο, για να μπορέσει να αναπτύξει μια δυναμική που θα επηρεάσει την εκπαιδευτική πράξη, χρειάζεται την υποστηρικτική δράση εξωγενών από αυτό παραγόντων που σχετίζονται με τον οργανισμό στον οποίο απευθύνεται (σχολείο) ή τον ευρύτερο θεσμό στον οποίο εντάσσεται. Η διερεύνηση της υποστηρικτικής δράσης των παραγόντων του ευρύτερου πλαισίου για το συγκεκριμένο σεμινάριο ανέδειξε τον σημαντικό ρόλο της Διεύθυνσης του σχολείου, γεγονός που καταδεικνύει ότι οι καινοτομίες και οι αλλαγές απαιτούν διοικητική στήριξη. Ο ρόλος της Διεύθυνσης του σχολείου είναι σημαντικός και διαμορφώνει τις προϋποθέσεις να αναπτυχθεί η συνεργατικότητα, η αλληλεξάρτηση και να αναδιαρθρωθεί η οργανωσιακή κουλτούρα. Σημαντική είναι η διαπίστωση ότι λιγότερο υποστηρικτικοί είναι παράγοντες όπως οι συνάδελφοι-εκπαιδευτικοί, οι γονείς, η υλικοτεχνική υποδομή και μια συνεργατική σχολική κουλτούρα, ανοικτή σε καινοτομίες.
Σε ό, τι αφορά την ενσωμάτωση της νέας γνώσης στη διδακτική πράξη των συμμετεχόντων διαφάνηκε μια δυσκολία να επιτευχθεί. Κάτι τέτοιο ήταν αναμενόμενο, λόγω κυρίως του λίγου χρόνου που είχε μεσολαβήσει από την ολοκλήρωση του σεμιναρίου αλλά κυρίως λόγω του σύντομου χαρακτήρα που είχε το σεμινάριο. Όπως επισημαίνει ο Fullan (2007) η επίτευξη της εκπαιδευτικής αλλαγής απαιτεί χρόνο αλλά και παρεμβάσεις που χαρακτηρίζονται από συστηματικότητα, συνέχεια και σταθερότητα.
Παρά το γεγονός ότι το σεμινάριο είχε το χαρακτήρα της παρουσίασης μιας νέας διδακτικής πρότασης, κατάλληλης για το ανομοιογενές περιβάλλον των σύγχρονων σχολικών τάξεων, δεν κατέληξε σε μια τεχνοκρατικού τύπου εισαγωγή μιας νέας εκπαιδευτικής πρότασης, την οποία απλώς χρειαζόταν να κατανοήσουν οι εκπαιδευτικοί πώς θα την εφαρμόσουν. Όπως φάνηκε, η συγκεκριμένη επιμορφωτική δράση επεδίωξε την ανάπτυξη ενός γενικότερου προβληματισμού για τη διδακτική πράξη, τους παράγοντες που μπορούν να την υποστηρίξουν, καθώς και εκείνους που λειτουργούν ανασταλτικά. Η αναστοχαστική συζήτηση που ακολούθησε στο τέλος του σεμιναρίου ανέδειξε τους παράγοντες που συνέβαλαν στην εφαρμογή, τα εμπόδια που παρουσιάστηκαν και αφορούσαν το μικροεπίπεδο της τάξης και της σχολικής μονάδας ή το μακροεπίπεδο του ευρύτερου εκπαιδευτικού ή κοινωνικού πλαισίου. Πιο συγκεκριμένα, η συζήτηση που έγινε στη δεύτερη συνάντηση ξεκίνησε από τις συγκεκριμένες εργασίες – διδακτικές παρεμβάσεις, ακολούθησε μια κυκλική πορεία και επέστρεψε να επαναπροσδιορίσει τη θεωρία, θέτοντας τον προβληματισμό για το τι είναι εν τέλει η διαφοροποιημένη διδασκαλία, πόσο εφικτή είναι η εφαρμογή της στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές τάξεις (ποιες είναι οι δυνατότητες εφαρμογής της και ποιοι οι περιορισμοί της) και οδήγησε στη διατύπωση συγκεκριμένων απόψεων για την υπέρβαση των δυσκολιών. Αυτός ο στοχασμός που ακολούθησε τις διδακτικές παρεμβάσεις, μπορεί να έχει έναν συνολικό ενδυναμωτικό χαρακτήρα για τους εκπαιδευτικούς.
Πρέπει να τονίσουμε, στις δυσκολίες που αντιμετωπίστηκαν, ότι υπήρξε μια δυστοκία στην αποδοχή και ενεργοποίηση μεθοδολογικών τεχνικών, όπως η παρατήρηση στη διδασκαλία και η καταγραφή ημερολογίου κατά τη φάση της εφαρμογής. Οι δυσκολίες αυτές οφείλονται στο γεγονός ότι δεν υπήρχε εξοικείωση με τέτοιες πρακτικές και φυσικά ήταν δύσκολο να αφομοιωθούν και να ενσωματωθούν στην πρακτική μας σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα.
Ιδιαίτερα σημαντικό κρίνεται το συγκεκριμένο είδος της ασύγχρονης εξ αποστάσεως επιμόρφωσης η οποία έχει ως μορφή επιμορφωτικής δράσης πολλά θετικά στοιχεία, με κύριο το γεγονός ότι εμπεριέχει έναν πραξιακό προσανατολισμό ο οποίος στηρίζεται σε συγκεκριμένες θεωρητικές παραδοχές, που όμως επαναπροσεγγίζονται μετά την πράξη.