Πρακτικές δικτύωσης σχολείων: τα δίκτυα μάθησης ως μηχανισμός για την ενθάρρυνση της συνεχιζόμενης επαγγελματικής ανάπτυξης εκπαιδευτικών και διευθυντών
Περιεχόμενα
Εισαγωγή
Tα παιδιά με διαφορετικό πολιτισμικό και γλωσσικό υπόβαθρο διαμόρφωσαν μια νέα πραγματικότητα για το ελληνικό σχολείο, αφού η πολυπολιτισμική σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού είναι πλέον αδιαμφισβήτητη. Η διαφορετική αυτή πραγματικότητα συνεκδοχικά όρισε νέες απαιτήσεις για την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, ενώ, παράλληλα, η καθημερινότητα του σχολείου δεν μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη όχι μόνο από τις πολιτισμικές αλλά και από τις αλλεπάλληλες αλλαγές σε επιστημονικό και οικονομικό επίπεδο.
Η νέα τάξη πραγμάτων απαιτεί εκπαιδευτικές πρακτικές ρηξικέλευθες, καινοτόμες, με τον εκπαιδευτικό να αναλαμβάνει ρόλο κυρίως κεντρικού εμψυχωτή της διδακτικής διαδικασίας. Ο κύκλος της διδακτικής διαδικασίας ολοκληρώνεται, όταν μάθει στους μαθητές του πώς να μαθαίνουν, τους προετοιμάσει γνωστικά και ψυχοσυναισθηματικά, ώστε να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να διαδραματίσουν το δικό τους ρόλο μέσα στην πλουραλιστική, πολυπολιτισμική και άκρως τεχνοκρατική κοινωνία (Ξωχέλλης 2002).
Αρωγός στην εξέλιξη του εκπαιδευτικού αναμένεται να είναι η επαγγελματική του ανάπτυξη, και ειδικότερα η επιμόρφωση, η οποία του δίνει τη δυνατότητα να παρακολουθεί τις σύγχρονες εξελίξεις, αφενός στον τομέα των Επιστημών της Αγωγής και αφετέρου στην ειδικότητά του, ανανεώνοντας έτσι διαρκώς τον γνωστικό του εξοπλισμό και αναπτύσσοντας τις ικανότητές του (Χατζηπαναγιώτου 2001). Η επιμόρφωση, όταν βέβαια πραγματοποιηθεί κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις -π.χ. ενεργοποίηση των βασικών αρχών εκπαίδευσης ενηλίκων, θεσμική και οργανωτική ευελιξία-, διασφαλίζει την ενημέρωση των εκπαιδευτικών για την εισαγωγή καινοτόμων δράσεων ή μεταρρυθμιστικών προσπαθειών στην εκπαιδευτική διαδικασία, με αποτέλεσμα να μετριάζεται η αντίστασή τους στις επιχειρούμενες αλλαγές (Μαυρογιώργος 1999).
Στην χώρα μας, μέχρι πρότινος τουλάχιστον, οι περισσότερες επιμορφωτικές δραστηριότητες ήταν συμβατικές, σεμιναριακού τύπου, ελάχιστα ευέλικτες και ο σχεδιασμός τους δεν ακολουθούσε τις βασικές αρχές κατάρτισης και εκπαίδευσης ενηλίκων. Οι εκπαιδευτικοί, όμως, όπως υποστηρίζουν οι Παπαδάκης και Φραγκούλης (2005), ανεξάρτητα από την εμπειρία και την ειδικότητά τους, αναγνωρίζουν πλέον τις αδυναμίες των συμβατικών διά ζώσης επιμορφωτικών προγραμμάτων και επιθυμούν την αξιοποίηση νέων μεθόδων εκπαίδευσης για την επιμόρφωσή τους, όπως η εξ αποστάσεως εκπαίδευση.
Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση, σε συνδυασμό με την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, πληροφοριών και επικοινωνιών (ΤΠΕ), είναι μια απόλυτα ευέλικτη μορφή εκπαίδευσης, η οποία παρέχει ποικιλόμορφες δυνατότητες και στον εκπαιδευτή και στον εκπαιδευόμενο, συγκριτικά με τα συμβατικά προγράμματα επιμόρφωσης και εκπαίδευσης. Τη φιλοσοφία της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, σε συνδυασμό με τη μεθοδολογία της εκπαίδευσης ενηλίκων, καθώς και την αξιοποίηση των ΤΠΕ, αναγνωρίζει εύκολα ο μελετητής στη δικτύωση (networking), στη χρήση δηλαδή των δικτύων ως μέσου για την ανάπτυξη και διάδοση γνώσης και ιδεών, προώθησης καινοτομιών και ενίσχυσης συνεργασιών.
Ο όρος «δικτύωση» εμπεριέχει μια τάση προσδιορισμού και εκσυγχρονισμού της παρεχόμενης εκπαίδευσης, σύμφωνη με τις νέες τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής την οποία διανύουμε. Οι πολιτικές και εθνικές πρωτοβουλίες των κυβερνήσεων -και όχι μόνο- σε όλον τον κόσμο κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ενισχύουν την προώθηση μιας πληθώρας δραστηριοτήτων δικτύωσης και συνεργασίας για τα σχολεία, τις τοπικές αρχές, τους ερευνητές και τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, παρόλο που η θεωρία της δικτύωσης βρίσκεται ακόμα σε εμβρυακό επίπεδο (Veugelers & O'Hair 2005).
Η δικτύωση μεταξύ σχολείων, εκπαιδευτικών, εκπαιδευτών εκπαιδευτικών, ερευνητών και πανεπιστημιακών ιδρυμάτων αλλά και των φορέων διαμόρφωσης και χάραξης εκπαιδευτικής πολιτικής προσφέρει έναν καινοτόμο και ευέλικτο επαγγελματικό χώρο δημόσιας ασύγχρονης συζήτησης, για τη δημιουργία ενός αισθήματος δέσμευσης σχετικά με την αλλαγή και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων σε διαφορετικά εκπαιδευτικά συγκείμενα παγκοσμίως. Πολλά ερευνητικά προγράμματα βασίζονται στην έννοια των πρακτικών δικτύωσης και στο πώς τα δίκτυα σχολείων, εκπαιδευτικών και διευθυντών, ερευνητών και πανεπιστημιακών ιδρυμάτων είναι σε θέση να αποτελέσουν δίκτυα μάθησης για την ενθάρρυνση της συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης και εκπαίδευσης των μάχιμων εκπαιδευτικών και διευθυντών, καθώς επίσης και για τη σύνδεση θεωρίας και πράξης, προϋποθέσεις που διαμορφώνουν πρακτικές συμμετοχικής-συνεργατικής έρευνας (Elliott 2005).
Το Πρόγραμμα «Εκπαίδευση αλλοδαπών και παλιννοστούντων μαθητών» αξιοποιεί τις πρακτικές δικτύωσης και επιδιώκει, μέσα από την επιμόρφωση/ ανάπτυξη των εκπαιδευτικών και την ενδυνάμωση/ ενεργοποίηση των συνεργαζόμενων σχολείων, να βοηθήσει τους παλιννοστούντες και αλλοδαπούς μαθητές να μορφωθούν ισότιμα με τους γηγενείς, καθώς και να βελτιώσει την ποιότητα του εκπαιδευτικού έργου που παρέχει το ελληνικό δημόσιο σχολείο προς όφελος όλων των μαθητών.