Εκπαιδεύοντας τους εκπαιδευτικούς στην πρόληψη της βίας των παιδιών

Περιεχόμενα

Α. Θεωρητικό πλαίσιο

Η υγεία και το ευ ζην των παιδιών αποτελούν τους πρωταρχικούς στόχους των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των παιδιών. Σύμφωνα με έκθεση της Γενικής Γραμματείας των Ηνωμένων Εθνών για τη βία -την ενδοοικογενειακή- κατά των παιδιών (Pinheiro 2006), αναμένεται ότι 45.000 παιδιά στην Ελλάδα θα υφίστανται βία μέσα στην οικογένεια. Πολλές έρευνες έχουν εστιάσει στο φαινόμενο της επιθετικότητας των παιδιών και της σχολικής βίας και έχουν δείξει ότι οι διαστάσεις του φαινομένου είναι πολύ πιο σημαντικές από όσο αρχικά θεωρούνταν. Πλήθος ερευνών έχει δείξει τη σύνδεση των προβλημάτων που εκδηλώνονται στην ενήλικη ζωή με τα βιώματα των παιδιών κατά τη βρεφική και κατά την παιδική τους ηλικία. Για παράδειγμα, ευρήματα παγκόσμιας έρευνας πάνω στην αποδοχή και απόρριψη των γονέων (Rohner & Khaleque 2008) δείχνουν ότι σε όλο τον κόσμο, ανεξαρτήτως πολιτισμικού πλαισίου, φύλου και κοινωνικού υπόβαθρου, η απόρριψη των γονέων ή των ατόμων προσκόλλησης προς τα παιδιά συνδέεται στην ενήλικη ζωή με εξαρτητικές συμπεριφορές, με συναισθηματική αστάθεια, με επιθετικές συμπεριφορές, με παθητική επιθετικότητα, με χαμηλό αυτοσυναίσθημα και αρνητική θεώρηση του κόσμου. Η έκθεση της UNICEF (2006) για τη βία στην οικογένεια αναφέρει ότι παιδιά που μεγαλώνουν μέσα σε βίαιο οικογενειακό περιβάλλον είναι πιθανό να γίνουν θύματα παιδικής κακοποίησης, να αντιμετωπίσουν δυσκολίες στο σχολείο και στις κοινωνικές τους δεξιότητες, να εκδηλώνουν τα ίδια βίαιη ή/ και παραβατική συμπεριφορά, ενώ κατά την ενήλικη ζωή τους να εκδηλώσουν κατάθλιψη και αγχώδη συναισθηματική διαταραχή. Είναι εύλογο ότι η επένδυση στους παραπάνω τομείς συμβάλλει στην καλύτερη ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη σε όλη τη ζωή του ατόμου και μπορεί να μειώσει την επιβάρυνση που υφίστανται τα κράτη και τα άτομα σε οικονομικό επίπεδο και σε επίπεδο παρεμβάσεων (Kilkelly 2011).

Την τελευταία διετία, με τα φαινόμενα της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, πληθαίνουν όλο και συχνότερα δημοσιεύματα και διαμαρτυρίες για τα φαινόμενα της βίας παιδιών και ενηλίκων παγκοσμίως, με πρωταγωνιστές κυρίως μικρά παιδιά ως θύματα ή ως θύτες. Πρόσφατες έρευνες καταδεικνύουν την ανάδειξη αυτού του φαινομένου στη χώρα μας, φαινομένου που έχει σοβαρές επιπτώσεις στην εξέλιξη, ενηλικίωση και ένταξη των παιδιών στην κοινωνία. Σύμφωνα με ευρωπαϊκή έρευνα που πραγματοποίησε το «Χαμόγελο του Παιδιού» (2012) για το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού σε έξι ευρωπαϊκές χώρες (Ελλάδα, Ιταλία, Βουλγαρία, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία), σε σύνολο 16.227 μαθητών, ένας στους τρεις μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης έχει πέσει θύμα σχολικού εκφοβισμού, ενώ ένας στους δύο μαθητές γίνεται μάρτυρας τέτοιων περιστατικών. Η Ελλάδα βρίσκεται στην τέταρτη θέση στα περιστατικά σχολικού εκφοβισμού με ποσοστό 31,98%, ενώ πρώτη είναι η Λιθουανία με ποσοστό 51,65%, δεύτερη η Εσθονία με 50,20%, τρίτη η Βουλγαρία με 34,66%, πέμπτη η Λετονία με 25,21% και έκτη η Ιταλία με 15,09%.

Αν και τα φαινόμενα σχολικής βίας στην Ελλάδα είναι πιο ήπια και λιγότερα σε έκταση από ότι είναι σε άλλες χώρες (π.χ. Β. Αμερική, Κεντρική Ευρώπη), είναι φανερό ότι τέτοια φαινόμενα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερη προσοχή και ότι αφορούν όχι μόνο τους μαθητές και τις οικογένειες τους, αλλά και ολόκληρο το σχολικό σύστημα. Η εμφάνιση του φαινομένου της επιθετικότητας στον χώρο του σχολείου αποτελεί μια διαδικασία που αφορά εκπαιδευτικούς και γονείς, οι οποίοι μπορούν σε συνεργασία μεταξύ τους να εμπλακούν και να συμβάλουν στη μείωση του φαινομένου. Η ανταπόκριση στις απαιτήσεις των καιρών, έχουν γίνει ποικίλες προσπάθειες για την καταπολέμηση του φαινομένου της βίας διεθνώς με την υλοποίηση και εφαρμογή προγραμμάτων καταπολέμησης του εκφοβισμού που απευθύνονται σε εφήβους, γονείς και εκπαιδευτικούς (Rigby 1997 & 2010, Johnson & Johnson 2002, Olweus 2005, Pinhneiro 2006).

Πιο συγκεκριμένα, στην Ελλάδα διάφοροι κυβερνητικοί και μη κυβερνητικοί φορείς αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες που απευθύνονται στο εκπαιδευτικό και το οικογενειακό σύστημα, όπως το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων με το Παρατηρητήριο για την Πρόληψη της Σχολικής βίας και του Εκφοβισμού (2013), το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο μέσα από το Πρόγραμμα «Διαχείριση Προβλημάτων Σχολικής Τάξης» (2007) και το «Μείζον Πρόγραμμα Επιμόρφωσης» (2012), η Ε.Ψ.Υ.Π.Ε. με το πρόγραμμα «Δραστηριότητες στην τάξη για την πρόληψη του εκφοβισμού και της βίας μεταξύ των μαθητών» (2010) και το Χαμόγελο του παιδιού με την «Ευρωπαϊκή καμπάνια κατά του εκφοβισμού» (2012).

Τα περισσότερα από τα παραπάνω προγράμματα, που έχουν υλοποιηθεί στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, αφορούν κυρίως την εφηβική ηλικία, με παρεμβάσεις που εστιάζουν στους ίδιους τους εφήβους, τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς τους, λαμβάνοντας υπόψη το οικοσυστημικό μοντέλο του Brofenbrenner (1979, 1986). Σύμφωνα με αυτό, το άτομο ανήκει ταυτόχρονα σε διάφορα υποσυστήματα, από τα οποία το μεγαλύτερο αποτελείται από τα ευρύτερα συστήματα που ανήκει το άτομο και καλείται μακροσύστημα (ανθρωπότητα, έθνος, οργανισμοί) και το μικρότερο αποτελείται από τα κοντινά στο άτομο υποσυστήματα, τα μικροσυστήματα (οικογένεια, σχολείο, παρέες). Οι παρεμβάσεις, επομένως, που αφορούν στην πρόληψη της επιθετικότητας πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το άτομο και τα μικροσυστήματα που το περιβάλλουν, όπως και τις σχέσεις που αναπτύσσει στο ευρύτερο πλαίσιο της κοινότητας (Epstein 1992, Μυλωνάκου 2007, Γεωργίου 2011). Η βιβλιογραφική μας ανασκόπηση ανέδειξε ότι λίγα προγράμματα πρόληψης της βίας εφαρμόζονται στην προσχολική και πρώτη σχολική ηλικία (Rigby 2003). Από τα παραπάνω, συνάγεται ότι είναι αναγκαίο να γίνει μια συνολική προσπάθεια εκπαίδευσης των γονέων και των εκπαιδευτικών σε θέματα εκδήλωσης της επιθετικότητας των παιδιών/μαθητών στην πρώτη σχολική ηλικία με σκοπό την πρόληψη του φαινομένου στην προεφηβεία και εφηβεία. Η πρόληψη πρέπει να αρχίζει από τη γέννηση του παιδιού και συγκεκριμένα να εστιάζει στην προσχολική και πρώτη σχολική ηλικία, ηλικία κατά την οποία διαμορφώνονται τα βασικά χαρακτηριστικά στην προσωπικότητα του παιδιού και η επίδραση του οικογενειακού και του σχολικού περιβάλλοντος είναι μεγάλη στη διαμόρφωση των στάσεων και των συμπεριφορών των παιδιών/μαθητών (Γεώργας 1995, Γιώτσα 2006). Από το 2007, ο Σύλλογος Ελλήνων Ψυχολόγων (ΣΕΨ) έχει συνάψει ειδική συμφωνία με τον Αμερικανικό Ψυχολογικό Σύλλογο για αποκλειστική συνεργασία και εφαρμογή του Προγράμματος στην Ελλάδα με την ονομασία: ACT/ Μικροί Μεγάλοι Μαζί Εναντίον της Βίας: ACT/MMME-Bίας (2009). Το Πρόγραμμα αυτό εφαρμόζεται στην Ελλάδα από ειδικά εκπαιδευμένους και πιστοποιημένους στις ΗΠΑ Ψυχολόγους του ΣΕΨ1 και αποσκοπεί: στην εκπαίδευση γονέων, εκπαιδευτικών και ειδικών που ασχολούνται με μικρά παιδιά, ηλικίας από 0 έως 8 ετών, για την πρόληψη της βίας και την προστασία των μικρών παιδιών, με στόχο τη δημιουργία ενός υγιούς και ασφαλούς περιβάλλοντος για τα παιδιά, στο οποίο θα διδάσκονται να επιλύουν τις διαφορές τους με θετικό, μη-βίαιο τρόπο. Το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο στηρίζεται το πρόγραμμα είναι η συστημική προσέγγιση, μέσω της οποίας οι αλλαγές που συμβαίνουν σε ένα μέρος του συστήματος επηρεάζουν και τα άλλα μέρη του (Γιώτσα 2008). Ως εκ τούτου, στο συγκεκριμένο πρόγραμμα οι γονείς και οι «σημαντικοί άλλοι» (εκπαιδευτικοί) μπορούν να μάθουν πώς να συμπεριφέρονται οι ίδιοι, ώστε να αποτελούν τα πρώτα θετικά μοντέλα που θα διδάσκουν στα μικρά παιδιά εποικοδομητικούς τρόπους για να αντιμετωπίζουν τον θυμό, την απογοήτευση/ ματαίωση και έτσι να αποφεύγουν τις βίαιες συγκρούσεις. Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι η παρουσίαση της εφαρμογής του προγράμματος «ACT/ ΜΜΜΕ-Βίας: Μικροί Μεγάλοι Μαζί Εναντίον της βίας» σε μια ομάδα έντεκα εκπαιδευτικών από το Ζάννειο Ίδρυμα Παιδικής Προστασίας και Αγωγής Εκάλης. Πιο συγκεκριμένα, παρουσιάζονται οι στόχοι και η μεθοδολογία του προγράμματος, καθώς και τα πρώτα αποτελέσματα από την εφαρμογή του προγράμματος σε εκπαιδευτικούς.