Διαπροσωπικές σχέσεις στη σχολική τάξη και δεξιότητες αποτελεσματικής επικοινωνίας με τους μαθητές
Α΄ θεωρητικό πλαίσιο
2. Ενδοπροσωπικοί παράγοντες στη σχέση μαθητών – εκπαιδευτικών: Προσδοκίες και φόβοι των μαθητών
Εξετάζοντας τους παράγοντες που επηρεάζουν τον τρόπο που οι μαθητές εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία χρειάζεται να αναγνωρίσουμε ότι τα παιδιά δεν έρχονται στο σχολείο σαν «άγραφοι πίνακες» ακόμη και στις πρώτες στιγμές της σχολικής τους ζωής. Όπως επισημαίνουν οι E. Dowling και E. Osborne (2001) έρχονται ως άτομα που έχουν μάθει να σχετίζονται με ενήλικες και συνομηλίκους, έχουν αναπτύξει συγκεκριμένα μοτίβα σχέσεων, έχουν μάθει να αλληλεπιδρούν σε πλαίσια που περιλαμβάνουν κανόνες, νόρμες, ιεραρχική οργάνωση και να βλέπουν τις συνέπειες της συμπεριφοράς τους, κυρίως μέσα από τις σχέσεις τους στην οικογένεια. Αυτές τις εμπειρίες μάθησης θα τις μεταφέρουν και στο σχολικό σύστημα, που επίσης διαθέτει ιεραρχική οργάνωση, κανόνες, νόρμες που προσδιορίζουν τις αλληλεπιδράσεις και τις κατάλληλες συμπεριφορές μεταξύ των ατόμων.
Τα δεδομένα της μελέτης των I. Σάλτζμπεργκ-Ουίτενμπεργκ και συνεργατών (1996) επιτρέπουν να κατανοήσουμε, γιατί διαφορετικοί μαθητές ανταποκρίνονται με διαφορετικό τρόπο στην παιδαγωγική στάση του εκπαιδευτικού, στις παραινέσεις του, στις οδηγίες του, στη διαδικασία της διδασκαλίας, τονίζοντας ότι κάθε μαθητής αντιλαμβάνεται τον δάσκαλό του ή τους καθηγητές του μέσα από το πρίσμα των δικών του προσωπικών αναγκών και πεποιθήσεων. Συχνά οι μαθητές προβάλλουν στον δάσκαλο ανάγκες και πεποιθήσεις που σχετίζονται με μοτίβα σχέσεων και ρόλους που έχουν αναπτύξει σε άλλα πλαίσια σχέσεων με σημαντικούς άλλους, όπως με τους γονείς ή με προηγούμενους δασκάλους τους.
Η διαχρονική ερευνητική εργασία των I. Σάλτζμπεργκ-Ουίτενμπεργκ και συνεργατών (1996) εστιάζει στη μελέτη των ενδοψυχικών μεταβλητών που μπορούν να ερμηνεύσουν τον τρόπο που εμπλέκονται μαθητές και εκπαιδευτικοί και αλληλεπιδρούν στην εκπαιδευτικοί διαδικασία. Ειδικότερα, εξετάζουν τις προσδοκίες και τους φόβους που αναπτύσσουν τόσο οι μαθητές όσο και οι εκπαιδευτικοί για τον ρόλο τους και την έκβαση της σχέσης τους, και τους προσδιορίζουν ως σημαντικούς παράγοντες που θα καθορίσουν τις συμπεριφορές που θα εκφραστούν. Οι διαφορετικές προσδοκίες και φόβοι θα επηρεάσουν και τον τρόπο που προσεγγίζει ή αποφεύγει ο μαθητής τη σχέση με τον δάσκαλό του. Από τα αποτελέσματά τους φαίνεται ότι οι μαθητές προσδοκούν από τον δάσκαλο να λειτουργεί ως πηγή γνώσης και σοφίας, να έχει έναν ρόλο προσφοράς και συμπαράστασης, να μπορεί να είναι αντικείμενο θαυμασμού και φοβούνται μήπως έχει έναν ρόλο δικαστή, κριτή και αποτελεί μια μορφή εξουσίας.
Αναλυτικότερα, μια προσδοκία που φαίνεται να επηρεάζει τη συμπεριφορά ορισμένων μαθητών, είναι ο δάσκαλος ως πηγή γνώσης και σοφίας. Τοποθετώντας τον δάσκαλο στη θέση αυτή θεωρούν ότι είναι ένα άτομο που κατέχει τη γνώση ως κτήμα, ότι είναι ένας παντογνώστης, και αναμένουν αυτή η γνώση να τους μεταδοθεί ως μια ικανότητα, ως μια απάντηση, ως μια τέλεια κατανόηση που θα λύσει κάθε απορία τους. Οι μαθητές αυτοί συχνά θέτουν ερωτήσεις, συμμετέχουν με ενδιαφέρον στο μάθημα, έχουν εμπιστοσύνη σε ό,τι διδαχθούν, προσπαθούν να μεταδώσουν στους άλλους ό,τι μαθαίνουν -σαν να αντιγράφουν τον δάσκαλό τους. Πίσω από τη στάση αυτή υπάρχει η πεποίθηση ότι ο ενήλικας γνωρίζει ό,τι χρειάζεται ο ίδιος να γνωρίζει για τον κόσμο, και η γνώση αυτή μπορεί να μεταφερθεί και οφείλει να μεταφερθεί και στον ίδιο. Όσο ο εκπαιδευτικός ανταποκρίνεται στην προσδοκία αυτή, ο μαθητής διατηρεί την εξιδανικευμένη εικόνα για τη σχέση τους και παραμένει ικανοποιημένος. Ωστόσο, αν ο δάσκαλος κινηθεί στη διαδικασία της γνώσης με περισσότερο κριτικό ή διερευνητικό τρόπο, προσπαθώντας να παρακινήσει τους μαθητές στην αναζήτηση της γνώσης κι όχι στη μετάδοσή της, οι μαθητές αυτοί πιθανόν να απογοητευτούν, να τον θεωρήσουν ανεπαρκή και να αποσύρουν την προσοχή τους και το ενδιαφέρον.
Μια άλλη προσδοκία που φαίνεται να επηρεάζει τη συμπεριφορά ορισμένων μαθητών είναι ο δάσκαλος σε ρόλο συμπαράστασης και προσφοράς. Πίσω από την πεποίθηση αυτή υπάρχει η ανάγκη για εξάρτηση από κάποιον ισχυρότερο και ικανότερο ενήλικα. Οι μαθητές αυτοί αισθάνονται ότι ο δάσκαλος θα μπορούσε να καλύψει τις συναισθηματικές, ψυχολογικές και γνωστικές ανάγκες τους διατηρώντας οι ίδιοι έναν ρόλο παθητικό. Είναι οι μαθητές που συνήθως έχουν τον ρόλο του «υπάκουου και προσεκτικού παιδιού», που δέχεται με ικανοποίηση τις παροτρύνσεις του δασκάλου, που συχνά θα αναφέρει παράπονα για ό,τι τον ανησυχεί (εντός ή/και εκτός σχολείου ή για τη συμπεριφορά των συμμαθητών του) αλλά θα αποφύγει να έχει ενεργό ρόλο ή να αναλάβει πρωτοβουλίες για τα θέματα που τον απασχολούν. Ο μαθητής αυτός αντιλαμβάνεται τον δάσκαλο ως ένα άτομο από το οποίο θα ήθελε να αντλήσει φροντίδα κι ενδιαφέρον και είναι έτοιμος να δεχθεί τη γνώση που του παρέχει ως «μασημένη τροφή».
Για κάποιους μαθητές ο δάσκαλος μπορεί να αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού και στην περίπτωση αυτή κατά κάποιο τρόπο «θεοποιείται» ως αυθεντία, ως ο «καλύτερος δάσκαλος ή καθηγητής». Η στάση αυτή είναι συχνότερη στους έφηβους μαθητές και συνήθως προκαλεί έναν ενθουσιασμό στον μαθητή που επηρεάζει σημαντικά και τη συμμετοχή του στη μαθησιακή διαδικασία. Προσπαθεί να γίνει ο καλύτερος μαθητής στο μάθημα αυτό, προσπαθεί να αποσπά επαίνους και αντίστοιχο θαυμασμό. Οι μαθητές αυτοί είναι σα να έχουν ανάγκη να σχετιστούν με τον «τέλειο» δάσκαλο, που όταν τον συναντούν προσπαθούν να αποσπάσουν την εκτίμηση και τον θαυμασμό του, προσπαθώντας να έχουν μια ιδιαίτερα καλή σχέση μαζί του και να ταυτιστούν μαζί του καθώς κατέχει θέση προτύπου. Ενώ, αν ο εκπαιδευτικός δεν πληροί τα κριτήρια για τον θαυμασμό αυτόν, τότε μπορεί να τον απαξιώνει πλήρως και να αρνείται οποιαδήποτε λειτουργική σχέση μαζί του ή και με τη μαθησιακή διαδικασία. Ο θαυμασμός μπορεί να υποκινηθεί από διάφορα χαρακτηριστικά του δασκάλου, από τον τρόπο διδασκαλίας, τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, την εμφάνιση, την ηλικία. Η ανάγκη για έναν δάσκαλο που θα προκαλέσει το θαυμασμό μπορεί να ερμηνεύσει γιατί ορισμένοι μαθητές εμφανίζουν ακραία διαφοροποιημένη συμπεριφορά σε διαφορετικούς εκπαιδευτικούς και πολύ διαφορετικές επιδόσεις σε διαφορετικά μαθήματα.
Κάποιοι μαθητές βλέπουν τον δάσκαλό τους σε ρόλο δικαστή, ως αυτόν που έχει τη δυνατότητα να κρίνει είτε την επίδοσή τους είτε τη συμπεριφορά τους είτε την ικανότητά τους. Η πεποίθηση αυτή κινητοποιεί συνήθως έναν φόβο στον μαθητή, μήπως κριθεί ως ανεπαρκής κι απορριφθεί, μήπως ο δάσκαλος ευνοήσει κάποιον άλλον μαθητή, κι αυτό αντίστοιχα κινητοποιεί αντιζηλία μεταξύ των μαθητών, ή μήπως δεν είναι τόσο ικανός, ώστε να ελκύει την προσοχή και την εύνοια του δασκάλου. Σε ακραίες περιπτώσεις, ο μαθητής που βλέπει τον δάσκαλο σε ρόλο δικαστή μπορεί να σκεφτεί ότι, εφόσον δεν μπορεί να είναι ο πρώτος, δεν αξίζει να προσπαθεί ή ακόμη ότι, αφού μπορεί να κριθεί και να απορριφθεί, είναι προτιμότερο να μην κάνει τίποτε και να αποσυρθεί πλήρως, προκειμένου να αποφύγει μια αρνητική κριτική.
Τέλος, ακόμη μια προσδοκία που μπορεί να κινητοποιεί τη συμπεριφορά ορισμένων μαθητών αφορά στην εικόνα του δασκάλου ως μια μορφή εξουσίας. Η εικόνα αυτή μπορεί να έχει δύο διαστάσεις. Η πρώτη δηλώνει ότι ο μαθητής αντιλαμβάνεται τον εκπαιδευτικό ως μια «βοηθητική» μορφή εξουσίας, κι ο μαθητής ανταποκρίνεται με σεβασμό κι εμπιστοσύνη προσδοκώντας ο δάσκαλος να ρυθμίζει όρια, συμπεριφορές, κανόνες, να επιλύει τα προβλήματα και να παρέχει ασφάλεια στους μαθητές. Η δεύτερη αφορά στην εικόνα του δασκάλου ως «αυταρχικής» μορφής εξουσία, που έχει τη δύναμη να επιβάλλει τη βούλησή του αγνοώντας τις ανάγκες των μαθητών, έχει την πρόθεση να τιμωρεί, και η πεποίθηση αυτή κινητοποιεί συνήθως τον φόβο τιμωρίας και ενοχής προς τον μαθητή και την αντίστοιχη προσπάθεια να αποφύγει όσο το δυνατόν την επαφή με τον δάσκαλο και την εκπαιδευτική διαδικασία.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, γίνεται φανερό ότι στη σχέση εκπαιδευτικού μαθητή διαμείβονται συναισθήματα που δεν προκαλούνται πάντα άμεσα από την τρέχουσα πραγματικότητα, αλλά το κάθε πρόσωπο εισέρχεται στη σχέση με συναισθήματα που συνδέονται με την προσωπικότητά του και τις εμπειρίες μάθησης που έχει ήδη αποκτήσει και επηρεάζουν την αλληλεπίδραση που θα αναπτύξουν στο εδώ και τώρα. Ο εκπαιδευτικός μπορεί να εισπράξει εικόνες για τον ρόλο του ανεξάρτητα από τις δικές του προθέσεις και μπορεί να δεχτεί συμπεριφορές που δεν εναρμονίζονται με τις δικές του προσπάθειες για αποτελεσματική αλληλεπίδραση. Κατ' αυτόν τον τρόπο, για παράδειγμα, ένας μαθητής που βλέπει τον δάσκαλό του ως πηγή γνώσης και σοφίας θα συμμετέχει ενεργά στο μάθημα, θα αφομοιώνει ό,τι διδάσκεται, θα εμπιστεύεται ό,τι ακούει, θα θέτει ερωτήσεις, ενώ ένας μαθητής που βλέπει τον δάσκαλό του ως δικαστή θα φοβάται την πιθανή απόρριψη, θα αποφεύγει να εκτεθεί, να πάρει τον λόγο, θα έχει πιθανόν μια συμπεριφορά απόσυρσης, παρόλο που ο εκπαιδευτικός θα απευθύνεται με τον ίδιο τρόπο σε όλους τους μαθητές.
3. Διαπροσωπικές σχέσεις στη σχολική τάξη: Ο ρόλος του εκπαιδευτικού
Τα παραπάνω δεδομένα δείχνουν ότι ο εκπαιδευτικός, στην προσπάθειά του να αναπτύξει μια λειτουργική εκπαιδευτική σχέση με τους μαθητές του, χρειάζεται να αναγνωρίσει ότι έρχεται σε επαφή όχι απλά με έναν «μαθητή» αλλά με ένα παιδί ή έφηβο που έχει μια εικόνα για τον ρόλο του ως μαθητή, η οποία συνδέεται με την εικόνα που έχει για τον δάσκαλό του, κι επίσης με ένα άτομο που ανήκει σε μια συγκεκριμένη οικογένεια κι ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο, που έχει ενσωματώσει ένα μοτίβο σχέσεων, που επηρεάζει και τις πεποιθήσεις που διατηρεί για τον ρόλο του ως μαθητή.
Κατανοώντας ο εκπαιδευτικός τις διαφορετικές προσδοκίες και τους φόβους με τους οποίους επενδύει ο μαθητής τη σχέση του με τον δάσκαλο, μπορεί να κατανοήσει και να προβλέψει τη στάση του μαθητή του απέναντι στις προσπάθειές του να δομήσει μια αποτελεσματική σχέση. Προκειμένου ο εκπαιδευτικός να φτάσει σε μια κατανόηση της πραγματικότητας των μαθητών του χρειάζεται να αξιοποιήσει παρεμβάσεις που έχουν διαμορφωθεί, ώστε να διευκολύνουν τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης και αποτελεσματικής επικοινωνίας, που θα επιτρέψουν και τη δημιουργία κλίματος συνεργασίας στη σχολική τάξη.
Έρευνες από τον χώρο της ανθρωπιστικής προσέγγισης στην εκπαίδευση έχουν δείξει ότι παρεμβάσεις εκπαιδευτικών που στηρίζονται στις διευκολυντικές στάσεις- ιδιότητες που προτείνονται στο πλαίσιο της ενεργητικής ακρόασης έχουν θετικά αποτελέσματα σε ό,τι αφορά στην επίδοση και στην κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη του μαθητή (Κοσμόπουλος & Μουλαδούδης 2003). Οι αρχές και δεξιότητες της ενεργητικής ακρόασης, όπως αναπτύχθηκαν από τον C. Rogers (1967), θεωρούνται ότι συμβάλλουν σημαντικά στην ανάπτυξη θετικών αλληλεπιδράσεων στο σχολικό πλαίσιο, προωθώντας ένα κλίμα συνεργασίας, αλληλοσεβασμού, εμπιστοσύνης και αναγνώρισης των ορίων. Περιλαμβάνει δεξιότητες λεκτικές και μη λεκτικές και επικεντρώνεται εξίσου στον τρόπο που ακούει κάποιος τον συνομιλητή, στον τρόπο που προσπαθεί να τον κατανοήσει αλλά και στον τρόπο που απευθύνεται, εκφράζεται προς αυτόν. Οι βασικές αρχές της είναι η προσοχή και παρατηρητικότητα (προσεκτική παρακολούθηση), η γνησιότητα, η αποδοχή άνευ όρων και η ενσυναίσθηση.
4. Δεξιότητες αποτελεσματικής επικοινωνίας: «Ενεργητική ακρόαση»
Η ενεργητική ακρόαση αποτελεί μια μέθοδο επικοινωνίας και συνέντευξης που εφαρμόζεται είτε σε ομαδικό είτε σε διαπροσωπικό πλαίσιο και έχει στόχο την ενίσχυση και τη διευκόλυνση της προσωπικής επαφής, καθώς συμβάλλει στη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης και στη σαφέστερη κατανόηση του ομιλητή. Προέρχεται από τον χώρο της συμβουλευτικής ψυχολογίας και χρησιμοποιείται πλέον ευρέως όχι μόνο στη συμβουλευτική αλλά, επίσης, στην εκπαίδευση, σε χώρους υγείας, στην έρευνα (Ivey et. al. 1996).
Η προσέγγιση αυτή αναπτύχθηκε από τον Αμερικανό ψυχολόγο Carl Rogers (1967), ο οποίος διαμόρφωσε την προσωποκεντρική θεραπεία και παράλληλα τη μη-κατευθυντική στάση στην επικοινωνία. Ειδικότερα, αφορά στον τρόπο που επιλέγει να ακούσει και να παρέμβει αυτός που αναλαμβάνει μια συνέντευξη ή παρέμβαση σε οποιαδήποτε συνθήκη επικοινωνίας και συνίσταται σε συγκεκριμένες δεξιότητες ή στάσεις του ακροατή, που επιδρούν ευεργετικά και βοηθούν στην αντιμετώπιση προσωπικών ή διαπροσωπικών δυσκολιών. Μεταξύ των πλεονεκτημάτων της στάσης αυτής είναι η διευκόλυνση στη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης και συνεργασίας, διότι επικεντρώνεται στο άτομο που θα μιλήσει και το βοηθά να αναπτύξει το θέμα που το ενδιαφέρει με τον τρόπο που επιθυμεί, βασίζεται σε μια στάση αποδοχής του άλλου, επιβεβαιώνει το άτομο στο πλαίσιο που εκφράζεται. Οι βασικές αρχές που διέπουν τη στάση αυτή είναι: προσοχή και παρατηρητικότητα, αποδοχή, γνησιότητα, ενσυναίσθηση.
Στο πλαίσιο εφαρμογής της ενεργητικής ακρόασης στον χώρο της εκπαίδευσης έχει φανεί ότι οι εκπαιδευτικοί που διακρίνονται από ενδιαφέρον, φροντίδα, συναισθηματική κατανόηση και σεβασμό για τους μαθητές τους, που εκδηλώνουν αποδοχή και εκφράζουν ενσυναίσθηση, αναπτύσσουν θετικότερες διαπροσωπικές σχέσεις μαζί τους (Aspy & Roebuck 1983, Rogers 1983). Οι Κοσμόπουλος και Μουλαδούδης (2003) στην ανασκόπηση των σχετικών ερευνών που αφορούν στην εφαρμογή των αρχών της ενεργητικής ακρόασης σε εκπαιδευτικά πλαίσια καταλήγουν στα ακόλουθα ευεργετικά αποτελέσματα: οι μαθητές διαμορφώνουν θετικότερη αυτοαντίληψη, καταλληλότερη συμπεριφορά, λιγότερες απουσίες, λιγότερα προβλήματα πειθαρχίας, μείωση βανδαλισμών σε βάρος της σχολικής ιδιοκτησίας, αύξηση της δημιουργικότητας κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους, ανάπτυξη του αυθορμητισμού, χρήση υψηλών γνωστικών επιπέδων (σκέψη).
Στη συνέχεια παρουσιάζονται αναλυτικά οι βασικές αρχές της μεθόδου.
Η προσοχή και η παρατηρητικότητα αφορά και τη μη λεκτική στάση και τη λεκτική επικοινωνία. Είναι σημαντικό όταν κανείς ακούει τον άλλο και τον προκαλεί ή θέλει να τον ενθαρρύνει να του μιλήσει, να δείχνει ότι ενδιαφέρεται να τον ακούσει πραγματικά. Αυτό μπορεί να το πετύχει:
- Διατηρώντας οπτική επαφή με τον άλλο -δηλαδή αποφεύγει να στρέφεται αλλού ή να μιλά και με άλλους ταυτόχρονα- και ενθαρρύνοντάς τον με το βλέμμα να μιλήσει.
- Ακολουθώντας τη σωματική στάση και τον τόνο της φωνής του άλλου, δηλαδή σε ένα άτομο συνεσταλμένο δεν κρατά μια στάση υπερβολικής αυτοπεποίθησης και άνεσης ή σε ένα άτομο που μιλά χαμηλόφωνα δεν ανταποκρίνεται με υψηλή ένταση στη φωνή.
- Παραμένοντας στο θέμα και στο πλαίσιο της θεματικής του άλλου. Δηλαδή, δεν εκφράζει άσχετες ερωτήσεις από το θέμα για το οποίο ενδιαφέρεται ο άλλος να μιλήσει, αλλά εμβαθύνει όλο και περισσότερο σε ό,τι επιλέγει να αναπτύξει ο άλλος. Επίσης, δεν διακόπτει τον άλλο και δεν εκφράζει τις δικές του σκέψεις και εμπειρίες για το αντίστοιχο θέμα, διότι τότε από ακροατής μετατρέπεται σε ομιλητή και ακυρώνει τη θέση του άλλου.
Η αποδοχή άνευ όρων του άλλου και η γνησιότητα αποτελούν μια συναισθηματική στάση κυρίως που επηρεάζει σημαντικά την ψυχολογική θέση του ακροατή. Αποδέχομαι το άλλο χωρίς όρους, σημαίνει ότι τον αποδέχομαι έτσι όπως ο άλλος εκφράζεται και είναι και όχι έτσι όπως εγώ θα ήθελα να είναι. Στην επικοινωνία αυτό εκφράζεται με την απουσία της κριτικής για το πρόσωπο του άλλου ή για τις απόψεις του. Η συνθήκη αυτή επιδρά καθοριστικά στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης μεταξύ των προσώπων που εμπλέκονται στην επικοινωνία. Και η εμπιστοσύνη είναι αυτή που θα ευνοήσει την ειλικρινή έκφραση των απόψεων και των συναισθημάτων. Είναι, ίσως, σημαντικό να θυμάται κανείς ότι για να μπορέσει να μιλήσει ένα άτομο χρειάζεται απαραίτητα να υπάρχει κάποιο άλλο άτομο που ενδιαφέρεται πραγματικά να τον ακούσει με ενδιαφέρον, χωρίς να τον κρίνει. Ωστόσο, η απουσία κριτικής δε σημαίνει έλλειψη διαφωνίας. Στην περίπτωση αυτή, όμως, η διαφωνία μπορεί να εκφράζεται ως μια προσωπική θέση χωρίς να αντιπαραβάλλεται με αυτήν του άλλου και χωρίς την απαίτηση να την οικειοποιηθεί και ο άλλος.
Η γνησιότητα αφορά τη στάση του ακροατή με τον εαυτό του και ειδικότερα την επαφή του με τις προσωπικές σκέψεις του και τα συναισθήματά του. Είναι πολύ σημαντική παράμετρος, διότι πολλές φορές, όταν ακούμε τον άλλο, οι νέες ιδέες που δεχόμαστε μας προκαλούν να εκφράσουμε στοιχεία από τον εαυτό μας ή τις δικές μας σκέψεις και τότε εμποδίζουμε τον άλλον να συνεχίσει να μιλά και τον αναγκάζουμε να επικεντρωθεί σε εμάς. Παραμένοντας κανείς ενήμερος για τις δικές του σκέψεις και συναισθήματα, μπορεί να τα αναγνωρίσει ως διαφορετικά από του άλλου, συνθήκη που του επιτρέπει την αποδοχή του άλλου. Οι προσωπικές σκέψεις και συναισθήματα του ακροατή μπορούν να εκφραστούν και πολλές φορές είναι ενθαρρυντικό να γίνεται, αρκεί να συμβαίνει στον κατάλληλο χρόνο, δηλαδή χωρίς να διακόπτει τον άλλο.
Η ενσυναίσθηση είναι μια στάση κατανόησης του άλλου που προϋποθέτει τις παραπάνω αρχές. Ο όρος προέρχεται από το ρήμα «εμπάσχω» που σημαίνει ζω/ βρίσκομαι στη συναισθηματική θέση του άλλου. Η στάση αυτή εκφράζεται με την επικέντρωση, την κατανόηση και την ανάπλαση των λεγομένων.
Η επικέντρωση στον άλλο επιτυγχάνεται και εκφράζεται με την προσοχή και παρατηρητικότητα, όπως αναπτύχθηκαν παραπάνω. Η κατανόηση αφορά στην κατανόηση της εμπειρίας του άλλου και όχι μόνο των λεγομένων του. Δηλαδή κατανοείται αυτό που λέει ο άλλος με τον τρόπο που το εννοεί ο ίδιος, που σημαίνει ότι ο ακροατής δεν κρατά μια στάση αξιολόγησης ή κριτικής ή σύγκρισης με τον εαυτό του, αλλά το αντιλαμβάνεται μέσα στο πλαίσιο αποδοχής του άλλου ως διαφορετικού και ιδιαίτερου ατόμου. Αισθάνεται αυτό που ζει ο άλλος, όπως το ζει εκείνος, χωρίς να ταυτίζεται μαζί του. Δηλαδή δεν εξαφανίζονται οι προσωπικές του σκέψεις και τα συναισθήματα, αλλά μέσω της γνησιότητας μπορεί να διακρίνει τι ζει ή πιστεύει ο άλλος και τους λόγους που τον οδηγούν σ'αυτό, χωρίς να υιοθετεί αυτό το συναίσθημα ή την άποψη ως δική του, που σημαίνει τότε ότι ταυτίζεται με τον άλλο.
Η ανάπλαση είναι η διαδικασία της λεκτικής παρέμβασης του ακροατή που διευκολύνει τη διαδικασία επικοινωνίας. Η ανάπλαση έχει δύο στόχους: Ο πρώτος είναι να βεβαιωθεί ο ακροατής ότι όντως έχει κατανοήσει με ενσυναίσθηση τον άλλο. Ο δεύτερος είναι να αισθανθεί ο ομιλητής ότι όντως ο ακροατής προσπαθεί να κατανοήσει αυτά που του έχει πει. Συνήθως υπάρχουν τρεις τρόποι που γίνεται η ανάπλαση: α) Η επανάληψη λεγομένων, κατά την οποία ο ακροατής επαναλαμβάνει ή τονίζει τις σημαντικότερες φράσεις από όσες άκουσε. Με τον τρόπο αυτό δίνει ανατροφοδότηση στον ομιλητή του. β) Η σύνθεση περιεχομένου, κατά την οποία συνοψίζει τα λεγόμενα δίνοντας έμφαση στα ουσιαστικότερα σημεία. Με τον τρόπο αυτό ελέγχει αν κατανόησε πλήρως όσα εκφράστηκαν και είναι σημαντικό να μην ερμηνεύσει τα λεγόμενα, αλλά να παραμείνει στο πλαίσιο του άλλου. γ) Η ανάπλαση ή αντανάκλαση συναισθημάτων, κατά την οποία μεταφέρει λεκτικά τα συναισθήματα που εκφράστηκαν και ελέγχει αν κατανόησε πράγματι τα συναισθήματα του ομιλητή του.
Από τα παραπάνω, γίνεται φανερό ότι η μη-κατευθυντική στάση -η ενεργητική ακρόαση βοηθά στη διαχείριση των συγκρούσεων στο πλαίσιο της ομάδας, καθώς δίνει έμφαση στον σεβασμό του άλλου, στην αποσαφήνιση των προσωπικών ορίων και του ρόλου κάθε ατόμου, αφήνει «χώρο» στη διαφωνία χωρίς να ταυτίζεται αυτή με σύγκρουση, και κατ' αυτόν τον τρόπο συμβάλλει στην ανάληψη της προσωπικής ευθύνης και δέσμευσης, εφόσον ο λόγος που αναπτύσσεται είναι προσωπικός, και στην ανάπτυξη της συνεργασίας και της κατανόησης μεταξύ των μελών.