Η εφαρμογή της συστημικής θεωρίας στον χώρο του σχολείου
Περιεχόμενα
2. Η διαγενεαλογική προσέγγιση στον χώρο του σχολείου
Κύριος εκφραστής της θεωρίας των οικογενειακών συστημάτων είναι ο Murray Bowen (1975), ο οποίος αντιμετώπισε την οικογένεια ως ένα σύστημα συναισθηματικών, αλληλοσυνδεόμενων σχέσεων, το οποίο γίνεται κατανοητό όταν αναλυθεί σε ένα πλαίσιο διαγενεακό, όταν δηλαδή μια συμπεριφορά συνδεθεί με τις σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί μέσα στα χρόνια στις διάφορες γενεές. Ο Bowen εστίασε στις σχέσεις που συνδέουν τα μέλη σε μια οικογένεια και έδωσε έμφαση στη μη διαφοροποίηση που τυχόν υπάρχει μεταξύ των μελών στα συναισθήματα, στις σκέψεις και κατά συνέπεια στις συμπεριφορές. Όταν εκδηλώνεται, για παράδειγμα, συστηματική άρνηση του παιδιού να πάει σχολείο, η παρέμβαση από την πλευρά του εκπαιδευτικού πρέπει να εστιάσει όχι μόνο στο παιδί, αλλά κυρίως στον τρόπο που σκέφτεται, νιώθει και αντιδρά ο γονέας. Η διαφοροποίηση από την πλευρά του παιδιού προϋποθέτει την ετοιμότητα του γονέα να επιτρέψει αυτήν τη μετάβαση. Η διαφοροποίηση του εαυτού ξεκινά από την προσχολική ηλικία και σταδιακά εξελίσσεται μέχρι την εφηβεία και την αποχώρηση του παιδιού από την οικογένεια για σπουδές, επαγγελματική εξέλιξη κλπ και καθρεφτίζει τη δυνατότητα του ατόμου να διαχωρίζει το συναίσθημα από τις διανοητικές διεργασίες,˙ πώς δηλαδή το άτομο είναι σε θέση να διαχωρίζει τη συμπεριφορά του από τα συναισθήματα διαφοροποιώντας τον εαυτό του από το συναίσθημα των «σημαντικών άλλων» (Goldenberg & Goldenberg 2000). Ο εκπαιδευτικός, προκειμένου να επιφέρει αλλαγή στη συμπεριφορά του παιδιού/μαθητή, είναι σημαντικό να συνεργαστεί με τον γονέα μέσα από ατομικές ή ομαδικές συναντήσεις και να εστιάσει στη σημαντικότητα που έχει η στάση και η συμπεριφορά του γονέα από την προσχολική ηλικία στην ενίσχυση της διαφοροποίησης του παιδιού. Απλές ασκήσεις που μπορούν να προταθούν και να εφαρμοσθούν από τους γονείς είναι η αποφυγή του α΄ προσώπου πληθυντικού (εμείς) για δραστηριότητες, περιγραφές, χαρακτηρισμούς και υποχρεώσεις που αφορούν μόνο στο παιδί. Για παράδειγμα, η έκφραση «σήμερα έχουμε πολλά μαθήματα», «η δασκάλα μας είναι καταπληκτική» αντικαθίστανται από την έκφραση «ο/η Π. έχει πολλά μαθήματα», «η δασκάλα του Π. είναι καταπληκτική». Οι γονείς μέσα από εξάσκηση μπαίνουν στη διαδικασία να διαχωρίσουν τον εαυτό τους από το παιδί τους και να το εκπαιδεύσουν σταδιακά ότι οι προσπάθειες, οι επιτυχίες, οι αποτυχίες , όπως και οι υποχρεώσεις που αφορούν σε δικές του δραστηριότητες, αφορούν το ίδιο το παιδί και δεν παίρνουν τη μορφή «οικογενειακής υπόθεσης». Οι γονείς μπορούν να συμπάσχουν και να στηρίζουν, όχι όμως να αναλαμβάνουν τις υποχρεώσεις των παιδιών τους καθιστώντας αδύναμα παιδιά που δεν αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες (Γιώτσα 2012).
Πέρα από την έννοια της διαφοροποίησης από το «μαζικό οικογενειακό εγώ» (Bowen 1996), άλλες έννοιες που μπορούν να αξιοποιηθούν στον χώρο του σχολείου είναι τα τρίγωνα. Σύμφωνα με τον Bowen, το τρίγωνο αποτελεί ένα βασικό στοιχείο της δομής του οικογενειακού συστήματος σχέσεων. Σε περιόδους ηρεμίας, δύο άτομα μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους δίχως εντάσεις (Goldenberg & Goldenberg 2000). Όταν όμως, για κάποιο λόγο, εσωτερικών ή εξωτερικών παραγόντων, διαταράσσεται η ισορροπία του συστήματος των δυαδικών σχέσεων, προκαλείται εσωτερική αναστάτωση και είτε το ένα άτομο ή και τα δύο άτομα συμπεριλαμβάνουν στη σχέση μεταξύ τους έναν τρίτο πόλο, που μπορεί να είναι ένα άλλο άτομο, μία δραστηριότητα, η επίμονη ενασχόληση με το διαδίκτυο ή η ανάπτυξη μιας εξαρτητικής συμπεριφοράς. Ο εκπαιδευτικός μπορεί να αξιοποιήσει την έννοια των τριγώνων σε συνεργασία με τους γονείς και να διαφοροποιήσει τη δυαδική σχέση που αναπτύσσει το παιδί/μαθητής με τον εκπαιδευτικό στο σχολείο από εκείνη που αναπτύσσει με τον γονέα στο σπίτι. Είναι πολύ σημαντικό ο γονέας να μην παρεμβαίνει στη μελέτη του παιδιού υποκαθιστώντας τον εκπαιδευτικό στο σπίτι, υποδεικνύοντας άλλους τρόπους προσέγγισης, αλλά αν χρειαστεί, να υποστηρίζει βοηθητικά και διευκολυντικά πάντα σε συνεργασία με τον εκπαιδευτικό. Όσον αφορά, επίσης, στην επικοινωνία με τα παιδιά στη σχολική τάξη, είναι σημαντικό ο εκπαιδευτικός να ενισχύει την ανάπτυξη δυαδικών, αρχικά, σχέσεων μέσα από βιωματικές ασκήσεις ενθαρρύνοντας την εργασία σε ζευγάρια, στη συνέχεια σε τετράδες και, τέλος, στην ολομέλεια (Πολέμη- Τοδούλου 2010, Γιώτσα 2012). Ο σχηματισμός του ζευγαριού βοηθάει στην ανάπτυξη της δυναμικής της ομάδας ενισχύοντας, αρχικά, την ανάπτυξη σχέσεων στη μικρότερη δυνατή ομάδα που είναι το ζευγάρι. Με αυτόν τον τρόπο εργασίας σε ομάδα, αποφεύγεται η περιθωριοποίηση των μαθητών εκείνων που δεν αναλαμβάνουν ενεργό ρόλο στην ευρύτερη ομάδα στη σχολική τάξη. Επίσης, αξιοποιούνται όλες οι «φωνές», που είναι πιθανό να μην «ακουστούν» καθόλου στη μεγαλύτερη ομάδα. Στη συνέχεια, όταν τα ζευγάρια ενώνονται με ένα άλλο ζευγάρι και σχηματίζουν τετράδες για να ολοκληρώσουν ένα έργο, ενώνουν και συνθέτουν τις διαφορετικές εργασίες, απόψεις, ιδέες κλπ που έχουν καταγράψει και κάνουν μία νέα σύνθεση, με σκοπό την ολοκλήρωση ενός νέου έργου που θα εμπεριέχει τη δημιουργία κάθε μέλους. Οι τριγωνοποιήσεις μεταξύ των μαθητών αποφεύγονται με αυτόν τον τρόπο και στο τέλος κάθε τετράδα παρουσιάζει το έργο της στην ολομέλεια. Επίσης, μία απλή τεχνική, για την αποφυγή των τριγώνων στη σχολική τάξη που μπορεί να εφαρμοστεί από τον εκπαιδευτικό, είναι να παροτρύνει τους μαθητές να μιλούν για τον εαυτό τους και όχι για τους άλλους μαθητές, όπως συνήθως γίνεται, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις συγκρούσεων. Με αυτόν τον τρόπο, ενθαρρύνεται η εστίαση στον εαυτό και κατ'επέκταση η ανάληψη ευθυνών από τον ίδιο τον μαθητή. Στην έκφραση του παιδιού «κυρία, η Ν. μίλησε άσχημα στην Α.» η ερώτηση που μπορεί αν τεθεί από τον εκπαιδευτικό είναι «θα ήθελες να μου πεις κάτι για σένα; Η Ν. θα μου μιλήσει η ίδια για τον εαυτό της».