Η εφαρμογή της συστημικής θεωρίας στον χώρο του σχολείου
Περιεχόμενα
1. Εισαγωγή
Μια αναδρομή στην αρχαία ελληνική φιλοσοφική σκέψη μας δίνει πολλές πληροφορίες για την αξιοποίηση εννοιών και όρων που έχουν ευρύτατα χρησιμοποιηθεί από τη συστημική σκέψη και θεωρία πολλά χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του '50. Ο Αριστοτέλης χαρακτήρισε τον άνθρωπο «πολιτικόν ζώον» δίνοντας έμφαση στην αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτησή του και τις σχέσεις που αναπτύσσει με άλλους ανθρώπους, με τις ομάδες στις οποίες ανήκει, την κοινωνία στην οποία ζει και τον πολιτισμό που τον περιβάλλει. Ο Ηράκλειτος εισήγαγε έννοιες όπως η ολιστική θεώρηση του ανθρώπου, λαμβάνοντας υπόψη ταυτόχρονα όλες τις διεργασίες (βιολογικές, ψυχοκοινωνικές, κοινωνικοπολιτιστικές, κοινωνικοοικονομικές) που συμβαίνουν σε διάφορους τομείς. Οι βιολογικές διεργασίες αφορούν στη σωματική ανάπτυξη, οι ψυχοκοινωνικές εστιάζουν στην διαμόρφωση της ταυτότητας και στις ψυχοκοινωνικές εκδηλώσεις του ανθρώπου, οι κοινωνικοπολιτιστικές αναφέρονται στην κοινωνική και πολιτιστική συμπεριφορά του και, τέλος, οι κοινωνικοοικονομικές αναφέρονται στη δυνατότητα του ανθρώπου να παράγει, να δημιουργεί και να ανταλλάσσει τα παραγόμενα προϊόντα με τους άλλους (Βασιλείου 1987). Ο Σωκράτης με τη μαιευτική-διαλεκτική του μέθοδο που εφήρμοσε σε ομάδες, έδωσε έμφαση στην άγνοια, στην ελεύθερη έκφραση και αφήγηση, στις ερωτήσεις και στην ανάπτυξη διαλόγου με σκοπό να αναδυθεί μια νέα αφήγηση και νέες κοινωνικές κατασκευές.
Στις αρχές του εικοστού αιώνα, το 1920, η Κοινωνική Ψυχολογία εστίασε στη μελέτη του ατόμου στις κοινωνικές του σχέσεις, πώς δηλαδή το άτομο επηρεάζει και επηρεάζεται από τις μικρές και μεγαλύτερες ομάδες στις οποίες ανήκει, ποια αλληλεξάρτηση αναπτύσσεται μεταξύ τους, ποιο είναι το πλαίσιο που το περιβάλλει, ποιοι κοινωνικοί και πολιτιστικοί παράγοντες επηρεάζουν τις διεργασίες σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, πώς τα άτομα συγκροτούν ομάδες, πώς ηγούνται αυτών, ποια είναι τα χαρακτηριστικά των ατόμων που αναλαμβάνουν εξουσία σε κάθε ομάδα. Αυτά και πολλά άλλα θέματα διερευνώνται από τον κλάδο της Κοινωνικής Ψυχολογίας, ανάλογα το πεδίο μελέτης κάθε φορά (Γεώργας 1995, Hog & Vaughan 2010, Baron et al. 2013).
Αξιοποιώντας τις έννοιες από την Κοινωνική Ψυχολογίας που αφορούν sτα συστήματα και τις σχέσεις των μελών μέσα σε αυτά, η Γενική Θεωρία Συστημάτων (ΓΘΣ) έκανε την εμφάνισή της στη δεκαετία του 1940 από τον βιολόγο Ludvig von Bertanlanffy, ο οποίος δημιούργησε ένα θεωρητικό μοντέλο κοινό για όλες τις επιστήμες της συμπεριφοράς (Κωτσίδας 1994). Η έμφαση που δόθηκε ήταν πάνω στη δυναμική των σχέσεων και στα μοτίβα που αναπτύσσονται στις συναλλαγές μεταξύ των μελών ενός συστήματος. Σύστημα, σύμφωνα με τον von Bertanlanffy (1968: 55), είναι «ένα σύμπλεγμα αλληλεπιδρώντων στοιχείων. Η μελέτη ενός συστήματος δεν εστιάζει στα μεμονωμένα μέρη που το αποτελούν αλλά στις σχέσεις και στην αλληλεξάρτηση που αναπτύσσονται μεταξύ τους. Η θεώρηση αυτή είναι ολιστική και όχι αποσπασματική ή μεμονωμένη».
Από τα πρώτα πεδία εφαρμογής της συστημικής θεωρίας είναι η οικογενειακή θεραπεία, η οποία αξιοποίησε τις έννοιες από τη γενική θεωρία συστημάτων στο χώρο της οικογένειας φέρνοντας στην επιφάνεια τα δυσλειτουργικά και λειτουργικά μοτίβα σχέσεων που αναπτύσσονται σε ένα οικογενειακό σύστημα προτείνοντας διάφορους τρόπους χειρισμού των δύσκολων περιστάσεων. Η προσέγγιση των γεγονότων γίνεται με κυκλικό τρόπο και όχι γραμμικό, δε δίνεται δηλαδή έμφαση στο «γιατί», στην αιτιολογία μιας κατάστασης αλλά στον τρόπο που αλληλεπιδρούν τα μέλη μεταξύ τους. Όταν ένα μέλος μιας οικογένειας εμφανίζει μια δυσλειτουργική συμπεριφορά, η έμφαση δίνεται στο πώς επικοινωνούν, αλληλεπιδρούν και αλληλεξαρτώνται τα μέλη μεταξύ τους στο οικογενειακό πλαίσιο και όχι στο ίδιο το άτομο μεμονωμένα. Λαμβάνεται υπόψη ο κύκλος ζωής της οικογένειας, τα κρίσιμα γεγονότα ζωής, τα πρότυπα συμπεριφοράς που εκδηλώνουν τα μέλη και διερευνάται η διαπερατότητα ή μη των ορίων της οικογένειας στην εισροή νέων πληροφοριών .
Είναι ευνόητο, ότι η γενική θεωρία συστημάτων μπορεί να αξιοποιηθεί στο σχολικό πλαίσιο, όχι μόνο στη διαχείριση δύσκολων καταστάσεων αλλά και στην ανάπτυξη θετικών αλληλεπιδράσεων και αλληλεξαρτήσεων μεταξύ των μελών του. Το σχολείο ως σύστημα αποτελείται από τους μαθητές, τους εκπαιδευτικούς, τον διευθυντή, το βοηθητικό προσωπικό, τους γονείς των μαθητών, τις υποομάδες στις οποίες ανήκουν, καθώς και από τις μεταξύ τους σχέσεις αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης (Γεώργας κ.ά. 2006). Το άτομο δηλ. (π.χ. μαθητής, εκπαιδευτικός, γονιός, στέλεχος διοίκησης) ανήκει σε μία μικρή ομάδα (π.χ. την ομάδα των μαθητών, την ομάδα των εκπαιδευτικών, την ομάδα των γονέων της τάξης), η οποία ανήκει σε μία άλλη ευρύτερη ομάδα (π.χ. τη σχολική τάξη, τον σύλλογο διδασκόντων, τον σύλλογο γονέων), η οποία αποτελεί υποσύστημα της σχολικής κοινότητας, που εντάσσεται στην ευρύτερη κοινότητα (π.χ. Δήμος) μιας ευρύτερης κοινωνίας (π.χ. πολιτεία, θεσμοί) (Πολέμη-Τοδούλου 2010). Την αλληλεπίδραση μεταξύ των διαφόρων υποσυστημάτων, από το άτομο μέχρι τα οικολογικά στοιχεία του περιβάλλοντος, έχουν αναδείξει, επίσης, το οικολογικό μοντέλο του Brofenbrenner (1979), που εστιάζει στο άτομο και τους ομόκεντρους κύκλους γύρω από αυτό που αντιπροσωπεύουν τα υποσυστήματα στα οποία αυτό ανήκει, όπως και το μοντέλο του Γεώργα (1995), σύμφωνα με το οποίο η μελέτη των ψυχολογικών ιδιοτήτων του ατόμου, όπως ο εαυτός, οι αξίες, οι στάσεις, η προσωπικότητα, ασκούν και δέχονται αλληλεπίδραση από την οικογένεια του ατόμου, τους δεσμούς με τα άτομα στη μικρή κοινότητα, τους θεσμούς στην κοινωνία και, τέλος, τα οικολογικά στοιχεία του περιβάλλοντος που περιβάλλουν όλα τα προαναφερθέντα υποσυστήματα. Σε μια οικοσυστημική προσέγγιση βασίζουν και οι Molnar και Linquist (1994) τη δική τους μέθοδο παρέμβασης στο σχολικό πλαίσιο, δίνοντας έμφαση στην αλλαγή που επιφέρει στο σύστημα η αλλαγή στη συμπεριφορά ή στη σκέψη ενός μόνο μέλους. Σε μια σχολική τάξη, για παράδειγμα, αν παρέμβουμε με σκοπό να αλλάξουμε τον τρόπο που σκέφτεται ο εκπαιδευτικός, θα επηρεάσουμε τη συμπεριφορά του και κατά συνέπεια θα προκύψει αλλαγή στη συμπεριφορά του μαθητή που δημιουργεί π.χ. αναστάτωση. Η αλλαγή αυτή θα επιφέρει βελτίωση και στις σχέσεις μεταξύ των μελών (μαθητή-εκπαιδευτικού, μαθητών μεταξύ τους). Κατ' αντιστοιχία, αν επηρεάσουμε τη συμπεριφορά του μαθητή, θα έχουμε βελτίωση στις αλληλεπιδράσεις του με τα άλλα μέλη του συστήματος της σχολικής τάξης (Λαμπράκη & Παρίτσης 2010).
Σύμφωνα με τη συστημική θεωρία, όταν ένα μέλος (π.χ. μαθητής) εκδηλώνει για παράδειγμα μια συμπεριφορά, προσπαθούμε να διερευνήσουμε το νόημα που τυχόν έχει αυτή η συμπεριφορά στο συγκεκριμένο πλαίσιο, λαμβάνοντας υπόψη τις ομάδες στις οποίες ανήκει ο μαθητής (π.χ. ομάδα συμμαθητών, ομάδα δάσκαλος-μαθητές, ομάδες δραστηριοτήτων/ομίλων), το πλαίσιο στο οποίο εκτυλίσσεται αυτή η συμπεριφορά (μάθημα, διάλειμμα κλπ) και προσπαθούμε να δούμε τις αλληλεπιδράσεις και αλληλεξαρτήσεις μεταξύ των διαφόρων μελών μέσα στο σύστημα. Μια συμπεριφορά έχει από κάτω ένα υπόβαθρο συναισθημάτων και σκέψεων που προκαλούνται από τις σχέσεις μεταξύ των μελών σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο και από τα βιώματα που έχει το άτομο. Προσπαθούμε δηλ. να «σκύψουμε» και να εμβαθύνουμε στον άξονα των σχέσεων μέσα στα διάφορα υποσυστήματα, να βρούμε το κρυμμένο νόημα της συμπεριφοράς και όχι να εστιάσουμε στην εξάλειψή της δουλεύοντας με το άτομο μεμονωμένα (π.χ. τιμωρία στον μαθητή να μην επαναλάβει τη συμπεριφορά). Μια αντίστοιχη αντιμετώπιση, ακόμα και αν πετύχαινε την εξάλειψη της συγκεκριμένης συμπεριφοράς, θα χρειαζόταν σε λίγο καιρό να αντιμετωπίσει μια νέα συμπεριφορά, η οποία θα εμφανιζόταν στη θέση της πρώτης. Όταν μια συμπεριφορά επαναλαμβάνεται, σύμφωνα με τη συστημική θεωρία, θεωρείται συμπτωματική συμπεριφορά, η οποία δε γίνεται ακούσια, αλλά αποτελεί μια στρατηγική που σκοπό έχει τον έλεγχο μιας σχέσης, όταν άλλες μέθοδοι που έχουν εφαρμοσθεί έχουν αποτύχει (Haley 1963). O μαθητής, για παράδειγμα, που κάνει συνεχώς φασαρία στην τάξη, πετυχαίνει να έχει την προσοχή της δασκάλας του στραμμένη πάνω του. Η συμπτωματική συμπεριφορά του μαθητή ασκεί έλεγχο στην επικοινωνία της δασκάλας μαζί του, ανεξαρτήτως αν αυτή είναι αρνητική ή θετική.
Μια άλλη έννοια ευρέως χρησιμοποιούμενη στον χώρο της οικογένειας και του σχολείου είναι η έννοια της ομοιόστασης, όπως χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον Bertanlanffy (1968) και στη συνέχεια οι έννοιες της μορφογένεσης και της συνάφειας (Hoffman 1981, Dell 1982), σύμφωνα με τις οποίες ένα σύστημα αναπτύσσει κάποιες ιδιότητες για να αντιμετωπίσει μια πιθανή αλλαγή, απειλητική για το σύστημα. Ένα συνηθισμένο παράδειγμα είναι η τάση των μαθητών που παρουσιάζουν σημαντική βελτίωση στα μαθήματά τους, να εκδηλώνουν ξαφνική και απρόσμενη πτώση των βαθμών ή των αποτελεσμάτων σε κάποιο διαγώνισμα. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα που συχνά εμφανίζεται σε περίοδο π.χ. πανελλαδικών εξετάσεων, είναι η ευπάθεια που παρουσιάζουν κάποιοι μαθητές, οι οποίοι αρρωσταίνουν και δεν μπορούν να συμμετέχουν ή δε γράφουν επαρκώς, γεγονός που επιφέρει τη μη αλλαγή στη ζωή τους με τη φοιτητική, για παράδειγμα, ιδιότητα.
Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι η εφαρμογή των αρχών της συστημικής θεωρίας από τον εκπαιδευτικό στον χώρο του σχολείου επιλέγοντας συγκεκριμένες τεχνικές από δύο συστημικές προσεγγίσεις, όπως είναι η διαγενεαλογική και η στρατηγική προσέγγιση.