Η εφαρμογή εκπαιδευτικών τεχνικών και βιωματικών ασκήσεων σε ενδοσχολικό σεμινάριο
Β. Εφαρμογές
Περιγραφή της ενδοσχολικής επιμόρφωσης
Η ενδοσχολική επιμόρφωση που θα περιγραφεί, πραγματοποιήθηκε σε δημοτικό σχολείο κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους 2011-2012 και περιλάμβανε δύο 5ωρες συναντήσεις. Το πρώτο μέρος είχε τίτλο «Συνεργασία σχολείου-οικογένειας: Πρακτικές ενίσχυσης της επικοινωνίας και αντιμετώπισης των δυσκολιών» και το δεύτερο «Συνεργασία σχολείου-οικογένειας: Επικοινωνία και διαχείριση των συγκρούσεων».
Ο σχεδιασμός της συγκεκριμένης επιμόρφωσης βασίστηκε στις απαντήσεις των εκπαιδευτικών κατά τη διερεύνηση των αναγκών τους. Ειδικότερα, οι εκπαιδευτικοί στόχοι αφορούσαν:
α) την απόκτηση γνώσεων ως προς:
- τα θεωρητικά μοντέλα της συνεργασίας σχολείου- οικογένειας
- το θεωρητικό υπόβαθρο της συνεργασίας και της επικοινωνίας σχολείου- οικογένειας
β) την ανάπτυξη δεξιοτήτων ως προς:
- την εφαρμογή ενός πρωτοκόλλου συνεργασίας σχολείου-οικογένειας
- τη βελτίωση της επικοινωνίας εκπαιδευτικών-γονέων
γ) την υιοθέτηση στάσεων ως προς:
- την αναγνώριση της αναγκαιότητας της συνεργασίας σχολείου-οικογένειας και της ανάπτυξης της γονεϊκής εμπλοκής
- την αναγνώριση του ρόλου του εκπαιδευτικού ως καθοριστικού στη συνεργασία του με τους γονείς.
Για τη διεξαγωγή της επιμόρφωσης ως βασικό εποπτικό μέσο επιλέχθηκε η χρήση μηχανήματος προβολής της παρουσίασης μέσω του Η/Υ, η οποία επιτρέπει στους εκπαιδευόμενους να παρακολουθήσουν καλύτερα την εισήγηση και να κρατήσουν το ενδιαφέρον τους υψηλό. Όσον αφορά τη διαμόρφωση του χώρου, εφαρμόστηκε η διάταξη του ανοιχτού κύκλου. Κατά την έναρξη της ενδοσχολικής επιμόρφωσης ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να συστηθούν, να αναφέρουν προηγούμενες εμπειρίες από τη συμμετοχή τους σε εκπαιδευτικά προγράμματα με παρόμοια θεματολογία και να μιλήσουν για τις προσδοκίες τους από την επιμόρφωση. Στη συνέχεια, διαμορφώθηκε το εκπαιδευτικό/ μαθησιακό συμβόλαιο που περιλάμβανε τη θεματολογία η οποία προέκυψε μέσα από τη σύνθεση των προσδοκιών των εκπαιδευόμενων και τη σύνδεσή τους με τους στόχους της επιμόρφωσης αλλά και τους κανόνες λειτουργίας της ομάδας (π.χ. καθορισμός διαλειμμάτων, συμμετοχή στις βιωματικές ασκήσεις, επικοινωνία μεταξύ των μελών).
Η εκπαιδευτική διαδικασία είχε ως εξής:
Αρχικά, αξιοποιήθηκε η τεχνική της εισήγησης για την παρουσίαση του θεωρητικού υπόβαθρου της συνεργασίας σχολείου-οικογένειας. Ειδικότερα, περιγράφηκαν ερευνητικά δεδομένα που υποστηρίζουν την αναγκαιότητα της συνεργασίας σχολείου-οικογένειας, παρουσιάστηκαν τα βασικά θεωρητικά μοντέλα της συνεργασίας σχολείου-οικογένειας μέσα από μια κριτική προσέγγιση και αποσαφηνίστηκε η έννοια της γονεϊκής εμπλοκής. Για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητάς της, η εισήγηση εμπλουτίστηκε με συμμετοχικές δραστηριότητες. Έτσι, οι συμμετέχοντες προσκλήθηκαν να υιοθετήσουν τον ρόλο του ενεργητικού ακροατή, παρουσιάζοντας σημεία συμφωνίας ή διαφωνίας με την εισήγηση και θέτοντας ερωτήματα ή διευκρινίσεις για το αντικείμενο της εισήγησης. Παράλληλα, η επιμορφώτρια αξιοποίησε την τεχνική της περιστασιακής πρόκλησης, κατά την οποία διέκοπτε περιστασιακά την εισήγηση, ζητώντας από τους εκπαιδευόμενους να δώσουν παραδείγματα των εννοιών που παρουσιάζονταν ή να απαντήσουν εν συντομία σε σχετικές ερωτήσεις.
Κατά τη συζήτηση στην ολομέλεια που ακολούθησε, οι περισσότεροι εκπαιδευόμενοι αναγνώρισαν τη σπουδαιότητα της συνεργασίας σχολείου- οικογένειας, αλλά ταυτόχρονα εξέφρασαν τους προβληματισμούς τους για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στην επίτευξη αυτού του στόχου. Η επιμορφώτρια επικυρώνοντας την εμπειρία τους, αναφέρθηκε στο γεγονός ότι η συνεργασία σχολείου-οικογένειας δεν είναι πάντα απρόσκοπτη. Για τον προσδιορισμό των παραγόντων που επηρεάζουν τη συνεργασία σχολείου-οικογένειας αξιοποιήθηκε η τεχνική της εργασίας σε ομάδες. Οι εκπαιδευόμενοι προσκλήθηκαν να χωριστούν σε τέσσερις υποομάδες με στόχο τον προσδιορισμό των παραγόντων που επηρεάζουν τη συνεργασία ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς και στους γονείς. Ειδικότερα, στην πρώτη υποομάδα ανατέθηκε ο προσδιορισμός των παραγόντων που αφορούν τους γονείς, στη δεύτερη υποομάδα των παραγόντων που αφορούν τους εκπαιδευτικούς, στην τρίτη τα χαρακτηριστικά της σχολικής μονάδας και στην τέταρτη τα χαρακτηριστικά του παιδιού.
Στόχος της συγκεκριμένης δραστηριότητας ήταν να συμμετέχουν ενεργά όλοι οι εκπαιδευτικοί αναπτύσσοντας την αυτονομία τους και να παράγουν απαντήσεις μέσα από κριτικό στοχασμό, οι οποίες θα οδηγήσουν στην πιο ολοκληρωμένη και σφαιρική αντίληψη των παραγόντων που επηρεάζουν τη συνεργασία σχολείου- οικογένειας. Ταυτόχρονα, η συγκεκριμένη δραστηριότητα επιτυγχάνει την εξοικονόμηση χρόνου, καθώς παράγεται υλικό που καλύπτει τις διάφορες όψεις του ίδιου ζητήματος.
Οι οδηγίες που δόθηκαν για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα ήταν οι εξής:
«Χωριστείτε σε τέσσερις ομάδες και συζητήστε τους παράγοντες που επηρεάζουν τη συνεργασία σχολείου-οικογένειας. Η πρώτη ομάδα θα προσδιορίσει τους παράγοντες που αφορούν τους εκπαιδευτικούς, η δεύτερη θα προσδιορίσει τους παράγοντες που αφορούν τους γονείς, η τρίτη θα προσδιορίσει τα χαρακτηριστικά της σχολικής μονάδας και η τέταρτη θα προσδιορίσει τα χαρακτηριστικά του μαθητή. Πριν ξεκινήσετε, ορίστε έναν εκπρόσωπο της ομάδας, ο οποίος θα αναλάβει να παρουσιάσει στην ολομέλεια το υλικό σας. Έχετε στη διάθεσή σας 20΄». Στη συνέχεια, κάθε υποομάδα είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει μέσω του εκπροσώπου της το υλικό που συγκέντρωσε στην ολομέλεια, το οποίο συζητήθηκε και σχολιάστηκε από όλους τους συμμετέχοντες. Η επιμορφώτρια συνόψισε όλους τους παράγοντες που επηρεάζουν τη συνεργασία σχολείου-οικογένειας και πρόσθεσε στοιχεία που τυχόν δεν αναφέρθηκαν.
Στο δεύτερο μέρος της επιμόρφωσης εφαρμόστηκε και πάλι η εμπλουτισμένη εισήγηση με στόχο την παρουσίαση των βασικών θεωρητικών αρχών της συνεργασίας σχολείου-οικογένειας. Συγκεκριμένα, περιγράφηκαν τα στάδια ανάπτυξης της συνεργασίας και προτάθηκαν στρατηγικές που μπορούν να την ενισχύσουν. Ιδιαίτερες οδηγίες δόθηκαν για την οργάνωση και διεξαγωγή της πρώτης συνάντησης με τους γονείς, για τη στάση του εκπαιδευτικού και της σχολικής μονάδας συνολικά απέναντι στη συνεργασία με τους γονείς, καθώς και για το πρωτόκολλο συνεργασίας εκπαιδευτικών-γονέων για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων ζητημάτων των μαθητών (π.χ. μαθησιακές δυσκολίες, επιθετικότητα). Παράλληλα, παρουσιάστηκε το θεωρητικό υπόβαθρο της επικοινωνίας με έμφαση στις βασικές αρχές που τη διέπουν, στις δεξιότητες που προάγουν την αποτελεσματική επικοινωνία (λεκτική και μη λεκτική), αλλά και στους παράγοντες που λειτουργούν ως εμπόδιο στην επικοινωνία.
Ακολούθως, εφαρμόστηκε η τεχνική της μελέτης περίπτωσης, κατά την οποία οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να χωριστούν σε υποομάδες και να μελετήσουν κάποια περιστατικά, προτείνοντας λύσεις μέσα από την επίτευξη αρμονικής συνεργασίας εκπαιδευτικών-γονέων. Στόχος της συγκεκριμένης τεχνικής ήταν η αξιοποίηση των θεωρητικών προτάσεων για τη συνεργασία σχολείου-οικογένειας και η εφαρμογή των δεξιοτήτων επικοινωνίας, μέσα από την καλλιέργεια της ενσυναίσθησης, της προσπάθειας δηλαδή να «μπαίνουν» στη θέση του γονέα και να βιώνουν τα συναισθήματά του. Ειδικότερα, ζητούνταν από τους εκπαιδευόμενους να σχεδιάσουν την παρέμβασή τους, με κριτήριο το όφελος του μαθητή και τη διατήρηση της συνεργασίας με τους γονείς (βλ. Παράρτημα Ι).
Οι οδηγίες που δόθηκαν για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα ήταν οι εξής:
«Χωριστείτε σε τέσσερις ομάδες και συζητήστε τις περιπτώσεις που σας δόθηκαν, καταγράφοντας τις απαντήσεις σας για καθεμία από τις ερωτήσεις. Πριν ξεκινήσετε, ορίστε έναν εκπρόσωπο της ομάδας, ο οποίος θα αναλάβει να παρουσιάσει στην ολομέλεια το υλικό σας. Έχετε στη διάθεση σας 20΄». Στη συνέχεια, τα αποτελέσματα των ομαδικών εργασιών παρουσιάστηκαν και συζητήθηκαν στην ολομέλεια. Οι συμμετέχοντες είχαν τη δυνατότητα να ανταλλάξουν τις απόψεις τους αναφορικά με τα υπό μελέτη περιστατικά και να επιλύσουν τις απορίες τους, ενώ η επιμορφώτρια σχολίασε και συνόψισε τα συμπεράσματα, παρέχοντας ανατροφοδότηση για τις λύσεις και τις τεχνικές που αξιοποιήθηκαν.
Η επιμόρφωση ολοκληρώθηκε με την ανατροφοδότηση που έδωσαν οι εκπαιδευόμενοι από τη συμμετοχή τους στην επιμόρφωση. Συγκεκριμένα, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να σχολιάσουν σύντομα τη συμμετοχή τους στην επιμόρφωση, απαντώντας στις ακόλουθες ερωτήσεις: «Τι σας άρεσε περισσότερο στην επιμόρφωση;» και «Τι σας δυσκόλεψε στην επιμόρφωση;»
Το δεύτερο μέρος της επιμόρφωσης υλοποιήθηκε μετά από αίτημα των εκπαιδευόμενων και στόχευε στην εμβάθυνση της πρώτης θεματικής, εστιάζοντας στην πρακτική εξάσκηση στις δεξιότητες επικοινωνίας και στη διαχείριση των συγκρούσεων εκπαιδευτικών-γονέων. Ως στόχοι τέθηκαν:
α) η απόκτηση γνώσεων ως προς:
- το θεωρητικό υπόβαθρό της επικοινωνίας με έμφαση στην ενεργητική ακρόαση
- το θεωρητικό υπόβαθρό της διαχείρισης των συγκρούσεων και της διεκδικητικής συμπεριφοράς
β) η ανάπτυξη δεξιοτήτων ως προς:
- τη βελτίωση της επικοινωνίας εκπαιδευτικών-γονέων μέσα από την εφαρμογή της ενεργητικής ακρόασης
- τη διαχείριση των συγκρούσεων
- τη βελτίωση της διεκδικητικής συμπεριφοράς
γ) την υιοθέτηση στάσεων ως προς:
- τη διαχείριση των συγκρούσεων
- την αναγνώριση του ρόλου του εκπαιδευτικού ως καθοριστικού στη συνεργασία του με τους γονείς.
Κατά την έναρξη της πρώτης διδακτικής ενότητας, δόθηκε χρόνος στους συμμετέχοντες να μιλήσουν για την εμπειρία της συμμετοχής και τα οφέλη που αποκόμισαν από την πρώτη ενδοσχολική επιμόρφωση αλλά και για τις προσδοκίες τους από τη δεύτερη επιμόρφωση. Στη συνέχεια, καταρτίστηκε το εκπαιδευτικό/ μαθησιακό συμβόλαιο, που περιελάμβανε τη θεματολογία και τους κανόνες λειτουργίας της ομάδας. Η συγκρότηση της θεματολογίας προέκυψε μέσα από τη σύνθεση των προσδοκιών των εκπαιδευόμενων και τη σύνδεσή τους με τους στόχους της επιμόρφωσης.
Αρχικά, εφαρμόστηκε η τεχνική της εμπλουτισμένης εισήγησης, κατά την οποία η επιμορφώτρια παρουσίασε λεπτομερώς το θεωρητικό πλαίσιο της επικοινωνίας. Καθώς οι εκπαιδευόμενοι είχαν ήδη εξοικειωθεί με τις βασικές αρχές της επικοινωνίας στην προηγούμενη επιμόρφωση, η επιμορφώτρια αξιοποίησε και πάλι την τεχνική της περιστασιακής πρόκλησης. Οι ενότητες που καλύφθηκαν αφορούσαν τις βασικές αρχές που διέπουν την επικοινωνία και τις δεξιότητες που προάγουν την αποτελεσματική επικοινωνία (λεκτική και μη λεκτική).
Στη συνέχεια, εφαρμόστηκε η τεχνική «παιχνίδι ρόλων» με στόχο την κατανόηση της σπουδαιότητας της μη λεκτικής επικοινωνίας. Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να χωριστούν σε δυάδες, τηρώντας τις ακόλουθες οδηγίες: «Χωριστείτε σε ζευγάρια, γυρίστε την πλάτη ο ένας στον άλλο και διηγηθείτε ο ένας στον άλλο με τη σειρά κάτι που σας συνέβη τελευταία. Έχετε στη διάθεση σας 5΄ο καθένας. Στη συνέχεια, γράψτε τις σκέψεις και τα συναισθήματά σας. Τι σας δυσκόλεψε;». Μετά την ολοκλήρωση της δραστηριότητας, ακολούθησε συζήτηση στην ολομέλεια, κατά την οποία οι εκπαιδευόμενοι είχαν τη δυνατότητα να μοιραστούν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους αναφορικά με την εμπειρία που είχαν. Η εκπαιδεύτρια σχολίασε και συνόψισε τα συμπεράσματα που προέκυψαν.
Στη συνέχεια, η εισήγηση που ακολούθησε αφορούσε τις δεξιότητες της λεκτικής επικοινωνίας και εστίασε στην αντανάκλαση του συναισθήματος. Πέρα από τις τεχνικές της ανάθεσης ρόλου ενεργητικού ακροατή στους εκπαιδευόμενους και της περιστασιακής πρόκλησης, η εισήγηση εμπλουτίστηκε και με την άσκηση διευκρίνισης, κατά την οποία ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να συντάξουν ατομικά μια πρόταση η οποία περιλαμβάνει την αντανάκλαση συναισθήματος. Οι οδηγίες που δόθηκαν ήταν οι ακόλουθες: «Σκεφτείτε ότι συνομιλείτε με έναν γονιό για ένα θέμα που αφορά το παιδί του. Προσπαθήστε να συντάξετε μια πρόταση που να περιλαμβάνει την αντανάκλαση συναισθήματος, για να απαντήσετε στο συναίσθημα που εκφράζει ο γονιός άμεσα ή έμμεσα. Έχετε στη διάθεσή σας 5΄». Στόχος της παραπάνω δραστηριότητας ήταν η εξοικείωση των εκπαιδευόμενων με τις πληροφορίες που αφορούν την αντανάκλαση συναισθήματος και η εξάσκηση στη συγκεκριμένη δεξιότητα. Μετά την ολοκλήρωσή της, οι εκπαιδευόμενοι παρουσίασαν τις απαντήσεις τους στην ολομέλεια και ακολούθησε συζήτηση με την ενεργό συμμετοχή όλων. Η επιμορφώτρια παρείχε ανατροφοδότηση για την άσκηση και συνόψισε τα συμπεράσματα.
Στη δεύτερη διδακτική ενότητα παρουσιάστηκε το θεωρητικό πλαίσιο της διαχείρισης των συγκρούσεων και της διεκδικητικής συμπεριφοράς. Συγκεκριμένα, παρουσιάστηκαν ο ορισμός και τα αίτια της σύγκρουσης ανάμεσα σε εκπαιδευτικούς και γονείς και ο ορισμός και οι βασικές αρχές της διεκδικητικής συμπεριφοράς με εστίαση στη δεξιότητα «μήνυμα σε α΄ πρόσωπο». Η εισήγηση εμπλουτίστηκε με τις τεχνικές της ανάθεσης ρόλου ενεργητικού ακροατή στους εκπαιδευόμενους και της περιστασιακής πρόκλησης, ώστε οι συμμετέχοντες να συμμετέχουν ενεργά, παραθέτοντας παραδείγματα διαφωνιών και συγκρούσεων με τους γονείς μέσα από την εκπαιδευτική τους εμπειρία, και να εκφράσουν τις απορίες τους αλλά και τα σημεία διαφωνίας και συμφωνίας με το περιεχόμενο της εισήγησης.
Ακολούθως, εφαρμόστηκε η τεχνική της μελέτης περίπτωσης. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε υποομάδες και κλήθηκαν να μελετήσουν κάποια περιστατικά, προτείνοντας λύσεις μέσα από την επίτευξη αρμονικής συνεργασίας εκπαιδευτικών-γονέων. Στόχος της συγκεκριμένης τεχνικής ήταν η αξιοποίηση και εφαρμογή των βασικών δεξιοτήτων επικοινωνίας και διεκδικητικής συμπεριφοράς. Ειδικότερα, ζητούνταν από τους εκπαιδευόμενους να σχεδιάσουν την παρέμβαση τους με κριτήριο το όφελος του μαθητή και τη διατήρηση της συνεργασίας με τους γονείς, αξιοποιώντας το σύνολο των αρχών και δεξιοτήτων που είχαν παρουσιαστεί κατά τη διάρκεια της πρώτης αλλά και της δεύτερης επιμόρφωσης (βλ. Παράρτημα ΙΙ).
Οι οδηγίες που δόθηκαν για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα ήταν οι εξής: «Χωριστείτε σε τέσσερις ομάδες και συζητήστε τις περιπτώσεις που σας δόθηκαν, καταγράφοντας τις απαντήσεις σας για καθεμία από τις ερωτήσεις. Πριν ξεκινήσετε, ορίστε έναν εκπρόσωπο της ομάδας, ο οποίος θα αναλάβει να παρουσιάσει στην ολομέλεια το υλικό σας. Έχετε στη διάθεσή σας 20΄». Στη συνέχεια, τα αποτελέσματα των ομαδικών εργασιών παρουσιάστηκαν και συζητήθηκαν στην ολομέλεια. Οι συμμετέχοντες είχαν τη δυνατότητα να ανταλλάξουν τις απόψεις τους αναφορικά με τα υπό μελέτη περιστατικά και να επιλύσουν τις απορίες τους. Η επιμορφώτρια σχολίασε και συνόψισε τα συμπεράσματα, παρέχοντας ανατροφοδότηση για τις λύσεις και τις τεχνικές που αξιοποιήθηκαν.
Μέσα από τη συζήτηση στην ολομέλεια, αναδύθηκαν έντονοι προβληματισμοί για την αποτελεσματικότητα των δεξιοτήτων επικοινωνίας και της διεκδικητικής συμπεριφοράς στη διαχείριση των συγκρούσεων ανάμεσα στον εκπαιδευτικό και στον γονέα. Για τον λόγο αυτό, κρίθηκε σκόπιμη από την επιμορφώτρια η αξιοποίηση της τεχνικής «παιχνίδι ρόλων», ώστε οι εκπαιδευόμενοι, μέσα από τη βιωματική φύση της συγκεκριμένης δραστηριότητας, να μπορέσουν να διερευνήσουν τα συναισθήματά τους, να εντοπίσουν τις αντιδράσεις τους και να ανακαλύψουν τον τρόπο με τον οποίο σχετίζονται με τους άλλους στη δεδομένη συνθήκη. Παράλληλα, θεωρήθηκε ότι η εκπαιδευόμενη ομάδα ήταν έτοιμη να συμμετάσχει σε αυτήν τη δραστηριότητα, καθώς είχε αναπτυχθεί κλίμα εμπιστοσύνης και ασφάλειας ανάμεσα στα μέλη της.
Η επιμορφώτρια προετοίμασε τους συμμετέχοντες για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, παρέχοντας πληροφορίες για τον τρόπο υλοποίησής της και τους ρόλους των συμμετεχόντων, ενώ διέθεσε κάποιο χρόνο για να απαντήσει σε σχετικές απορίες. Για την καλύτερη κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να επιλέξουν οι ίδιοι το σενάριο που θα ήθελαν να διερευνήσουν. Το σενάριο ονομάστηκε «πώς να πω όχι στην πίεση που μου ασκεί η κ. Δ.». Δύο εθελοντές προσφέρθηκαν να συμμετάσχουν και προετοιμάστηκαν για τους ρόλους τους, ενώ οι υπόλοιποι εκπαιδευόμενοι ανέλαβαν τον ρόλο του παρατηρητή.
Το παιχνίδι ρόλων διήρκεσε 6- 8΄. Ακολούθησε μια σύντομη αλλά περιεκτική συζήτηση στην ολομέλεια, κατά την οποία αρχικά εξέφρασαν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους οι συμμετέχοντες και στη συνέχεια οι παρατηρητές, οι οποίοι παρείχαν ανατροφοδότηση για τη δραστηριότητα. Η επιμορφώτρια παρείχε ανατροφοδότηση για το παιχνίδι ρόλων, συνοψίζοντας τα συμπεράσματα και συνδέοντάς τα με τους συνολικούς στόχους της επιμόρφωσης.
Η επιμόρφωση ολοκληρώθηκε με την ανατροφοδότηση που έδωσαν οι εκπαιδευόμενοι από τη συμμετοχή τους στην επιμόρφωση, απαντώντας στις ακόλουθες ερωτήσεις: «Τι σας άρεσε περισσότερο στην επιμόρφωση;» και «Τι σας δυσκόλεψε στην επιμόρφωση;». Ως προς την αποτίμηση της παρούσας επιμόρφωσης θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ολοκλήρωσε με επιτυχία τους εκπαιδευτικούς της στόχους, όπως προέκυψε από την ανατροφοδότηση των συμμετεχόντων κατά τη λήξη του προγράμματος.
Από την πλευρά της εκπαιδεύτριας κρίνεται σημαντικό να επισημανθούν τα ακόλουθα σημεία:
- Ο σχεδιασμός της επιμόρφωσης ανταποκρίθηκε στις μαθησιακές ανάγκες των εκπαιδευτικών. Ειδικότερα, η υλοποίηση του προγράμματος με την επιλογή των συγκεκριμένων εκπαιδευτικών τεχνικών και βιωματικών ασκήσεων επέτρεψε στους εκπαιδευτικούς να διατηρήσουν το ενδιαφέρον τους και να συμμετέχουν ενεργά καθ' όλη τη διάρκειά του. Παράλληλα, είχαν τη δυνατότητα να συνδέσουν το θεωρητικό κομμάτι που παρουσιάστηκε με την εκπαιδευτική πράξη και να δώσουν απαντήσεις στις πραγματικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, μέσα από την απόκτηση νέων δεξιοτήτων στη συνεργασία τους με τους γονείς. Πέρα από την απόκτηση νέων γνώσεων και την εξάσκηση σε νέες δεξιότητες, ο βιωματικός χαρακτήρας των δραστηριοτήτων προσέφερε τη δυνατότητα για αμφισβήτηση και ενδεχομένως αλλαγή των στάσεων απέναντι στο ζήτημα της συνεργασίας σχολείου-οικογένειας.
- Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στις δύο επιμορφώσεις ήταν ιδιαίτερα εποικοδομητικό. Μετά την πρώτη επιμόρφωση, οι συμμετέχοντες είχαν τη δυνατότητα να «πειραματιστούν» με τις δεξιότητες που παρουσιάστηκαν και να αξιολογήσουν τα αποτελέσματα της εφαρμογής τους στην εκπαιδευτική πράξη. Κατά τη δεύτερη επιμόρφωση, είχαν την ευκαιρία να εμβαθύνουν στη συγκεκριμένη θεματική ενότητα, επιλύοντας τυχόν απορίες που προέκυψαν και λαμβάνοντας την κατάλληλη ανατροφοδότηση, ώστε να εφαρμόσουν τις δεξιότητες που απέκτησαν κατάλληλα. Ωστόσο, για την αλλαγή των στάσεών τους αναφορικά με τη συνεργασία σχολείου-οικογένειας κρίνεται αναγκαία μια επόμενη μελέτη μετά το πέρασμα ενός μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος.
- Ο ρόλος της διεύθυνσης στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η σχολική μονάδα αναδείχτηκε ως ιδιαίτερα σημαντικός. Συγκεκριμένα, φάνηκε ότι η διεύθυνση ενθάρρυνε τη συνεργασία σχολείου- οικογένειας και ταυτόχρονα δημιουργούσε τις απαραίτητες συνθήκες για την ανάπτυξη κλίματος εμπιστοσύνης και συνεργασίας, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της επιμόρφωσης, αλλά και στην αντιμετώπιση των δυσκολιών στην επικοινωνία με τους γονείς μετά τη λήξη της.