Η αξιοποίηση του εκπαιδευτικού λογισμικού Γλώσσας Ε΄ και ΣΤ΄ Τάξης: μια επιμορφωτική δράση στο Π. Ε. Κ. Πάτρας

Περιεχόμενα

Α. Θεωρητικό πλαίσιο

Νέο Σχολείο και επιμόρφωση

Η επιμόρφωση ως μια συνεχής διαδικασία

Η κοινωνία της γνώσης αποτελεί στις μέρες μας τη σημαντικότερη προτεραιότητα των ανεπτυγμένων χωρών σε παγκόσμιο επίπεδο, αναδεικνύοντας τον πρωτεύοντα ρόλο της γνώσης ως βασικού συστατικού στοιχείου της προσωπικής ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής. Το σχολείο οφείλει να προετοιμάσει με κριτικό τρόπο τον αυριανό πολίτη, τόσο με τη δημιουργία ανοικτών και ευέλικτων προγραμμάτων σπουδών όσο και με την αναβάθμιση της ποιότητας της εκπαιδευτικής διαδικασίας. O εκπαιδευτικός αποτελεί βασικό παράγοντα των προαναφερόμενων εκπαιδευτικών αλλαγών και της αποτελεσματικότητας της παιδαγωγικής πράξης. Ως εκ τούτου, η προσωπική, επιστημονική και επαγγελματική του ανάπτυξη καθίσταται ιδιαίτερα σημαντική προϋπόθεση για την αναβάθμιση της εκπαίδευσης. Αυτό ακριβώς το γεγονός καθιστά την επιμόρφωση βασική προϋπόθεση υποστήριξης, ανατροφοδότησης και βελτίωσης του εκπαιδευτικού έργου και, κατά συνέπεια, εκσυγχρονισμού του εκπαιδευτικού συστήματος.

Ειδικότερα, από την ανασκόπηση της σύγχρονης βιβλιογραφίας αναδεικνύεται η επιμόρφωση ως μια συνεχής διαδικασία, η οποία συνδέει τη βασική κατάρτιση με την επαγγελματική δραστηριότητα, με στόχο την απόκτηση γνώσεων, την ανάπτυξη δεξιοτήτων και την υιοθέτηση στάσεων που θα επιτρέψουν στους εκπαιδευτικούς να αξιοποιούν ποιοτικά τις επιστημονικές και παιδαγωγικές εξελίξεις και να ανταποκρίνονται με επιτυχία στις προκλήσεις της κοινωνίας της γνώσης. Παράλληλα, η βιβλιογραφία φαίνεται να συγκλίνει σε ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά για τον θεσμό της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών (Zeichner & Linston 1987: 23-48, Ryba 1992: 25-39, Hargreaves 1995: 34-38, Μαυρογιώργος 1999: 15-25, Κασσωτάκης 2002: 17-20, Ξωχέλλης 2002: 35-36). Έτσι, η επιμόρφωση θα πρέπει:

  • Να ανταποκρίνεται σε διαπιστωμένες ανάγκες των εκπαιδευτικών.
  • Να είναι σύντομης διάρκειας και επαναλαμβανόμενη.
  • Να συνδέεται με την εκπαιδευτική έρευνα και να σχετίζεται άμεσα με τη σχολική πράξη.
  • Να λαμβάνει πολλές μορφές και να ενσωματώνει ποικίλες επιμορφωτικές δραστηριότητες.
  • Να είναι ευρείας κλίμακας και να απευθύνεται σε μεγάλο αριθμό εκπαιδευτικών.
  • Να έχει αποκεντρωμένο χαρακτήρα και να παρέχεται από διαφόρους φορείς.
  • Να γίνεται χρήση μεθόδων εκπαίδευσης ενηλίκων που θα προσαρμόζονται στις ιδιαιτερότητες των εκπαιδευτικών.
  • Να αξιοποιούνται στοιχεία από την ιστορία της εξέλιξης του εκπαιδευτικού επαγγέλματος και της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών που αποδείχθηκαν διαρκή και ανθεκτικά στο χρόνο.
  • Να υπάρχει συνεχής αξιολόγηση που θα συμβάλλει στη βελτίωση των χρησιμοποιούμενων μεθόδων και στην κάλυψη νέων αναγκών.
  • Να είναι προσανατολισμένη προς το μέλλον.

Χαρακτηριστικά και αρχές της εκπαίδευσης ενηλίκων

Η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών εντάσσεται στο πλαίσιο της εκπαίδευσης ενηλίκων και οι επιμορφωτές οφείλουν να γνωρίζουν και να ενημερώνονται συνεχώς για τις σύγχρονες θεωρίες μάθησης και τις βασικές αρχές που τη διέπουν. Σύμφωνα με τη σύγχρονη βιβλιογραφία, η εκπαίδευση ενηλίκων συνιστά το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ ενηλίκων, στο πλαίσιο της οποίας πραγματοποιούνται δραστηριότητες, αναλύονται εμπειρίες, αναπτύσσονται δεξιότητες και γνώσεις (Noué & Piveteau 1999: 22-24).

Οι ενήλικες μαθαίνουν με τρόπο διαφορετικό από τους ανηλίκους, καθώς έχουν τη δυνατότητα να επανεξετάζουν και να μετασχηματίζουν παγιωμένες αντιλήψεις, ιδεολογικές παραδοχές και πεποιθήσεις διαμέσου μιας διαδικασίας κριτικού στοχασμού και επεξεργασίας των νέων γνώσεων και δεδομένων στο μαθησιακό περιβάλλον (Mezirow 2007: 43-46). Για να επιτευχθεί αυτή η διαδικασία, θα πρέπει να επιλεγεί η κατάλληλη μέθοδος, η οποία προσιδιάζει στις μαθησιακές ανάγκες, στις γνώσεις, στις ιδέες, στις δεξιότητες, στις εμπειρίες και στο στυλ μάθησης των ενηλίκων. Η μέθοδος αυτή συνδυάζει τα βιωματικά επιμορφωτικά εργαστήρια με καινοτόμα εκπαιδευτικά υλικά, ενώ παράλληλα αξιοποιεί τις δυνατότητες της σύγχρονης τεχνολογίας (Παπασταμάτης 2003: 45-53).

Η αποτελεσματικότητα της επιμορφωτικής δράσης κρίνεται στο βαθμό που επιτυγχάνει τη μόνιμη τροποποίηση της συμπεριφοράς των επιμορφούμενων προς την επιθυμητή κατεύθυνση, αποφεύγοντας παρεκκλίσεις προς ανεπιθύμητες κατευθύνσεις (Γεωργιάδου 2001: 17-20). Ο τρόπος με τον οποίο μαθαίνουν οι ενήλικες διέπεται από πέντε αλληλοσυνδεόμενες βασικές αρχές (Κόκκος & Λιοναράκης 1998: 33-34), τις οποίες ο επιμορφωτής οφείλει να λαμβάνει πάντα υπόψη του και να λειτουργεί ανάλογα. Ειδικότερα:

  • Επίκεντρο της εκπαιδευτικής διαδικασίας αποτελούν οι ανάγκες, τα ενδιαφέροντα και οι μαθησιακές δυνατότητες των διδασκόμενων.
  • Προάγεται η ευρετική πορεία προς τη γνώση.
  • Επιδιώκεται η ενεργητική συμμετοχή των διδασκόμενων στη μαθησιακή πορεία διαμέσου της αξιοποίησης των εμπειριών και γνώσεων που έχουν ήδη αποκτηθεί.
  • Ο κριτικός τρόπος σκέψης ευνοεί το μαθησιακό κλίμα και ωθεί σε σύνθετες διερευνήσεις.
  • Η αλληλεπίδραση μεταξύ διδασκόντων και διδασκόμενων συνιστά ουσιαστικό στοιχείο ανατροφοδότησης του κύκλου μάθησης.

Στο παραπάνω πλαίσιο, οι ενήλικες αποτελούν διακριτή ομάδα επιμορφούμενων σε σχέση με τα παιδιά και τους εφήβους, με αποτέλεσμα τα προαναφερθέντα σημεία να προσλαμβάνουν διαφορετική ένταση και χροιά. Πιο συγκεκριμένα, κύριο χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί τη διεργασία μάθησης των ενηλίκων σε σύγκριση με τη μάθηση των παιδιών αποτελεί το γεγονός ότι απευθύνεται σε ήδη διαμορφωμένες προσωπικότητες. Δηλαδή, οι ενήλικες συνιστούν αυτόνομες προσωπικότητες και, κατά συνέπεια, επιθυμούν να συμμετέχουν ενεργά στη διαμόρφωση της μαθησιακής πορείας, π.χ. στον προσδιορισμό των στόχων, στην επιλογή του περιεχομένου, στην ανάπτυξη προβληματισμού, στην εξαγωγή συμπερασμάτων και στην αξιολόγηση. Επιπλέον, διαθέτουν περιορισμένο χρόνο και έχουν συγκεκριμένες ανάγκες που συχνά είναι επιτακτικές. Κατά συνέπεια, προκειμένου να εμπλακούν σε κάποιο πρόγραμμα μάθησης, οι ενήλικες απαιτούν να είναι σαφής η πρακτική χρησιμότητά του και η διασύνδεσή του με τον επαγγελματικό, τον κοινωνικό ή τον προσωπικό τομέα της ζωής τους. Επιπλέον, δεδομένης της κοινωνικής και επαγγελματικής τους δραστηριότητας, έχουν συσσωρεύσει μεγάλο απόθεμα εμπειριών και, επομένως, απαιτείται η άμεση σύνδεση του αντικειμένου και των δραστηριοτήτων μάθησης με τις εμπειρίες αυτές (Rogers 1977: 42-45).

Σκοπός της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών

Σκοπός της επιμόρφωσης είναι αφενός η αναβάθμιση της ποιότητας της εκπαίδευσης και κατ΄ επέκταση του εκπαιδευτικού συστήματος αφετέρου η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του έργου των εκπαιδευτικών στο πλαίσιο της προσωπικής και επαγγελματικής τους ανάπτυξης διαμέσου της διά βίου εκπαίδευσης. Ειδικότερα, μέσω της επιμόρφωσης αναμένεται να αναπτύξουν οι εκπαιδευτικοί δεξιότητες και στάσεις οι οποίες θα τους καθιστούν ικανούς:

  • Να οργανώνουν δυναμικά περιβάλλοντα μάθησης.
  • Να αξιοποιούν τις νέες τεχνολογίες στις διαδικασίες μάθησης αλλά και στην καθημερινή επαγγελματική τους πρακτική.
  • Να οργανώνουν και να συντονίζουν εργασίες των μαθητών σε ομάδες.
  • Να οργανώνουν το σχολικό πρόγραμμα και τη διδασκαλία τους σύμφωνα με τα επίσημα προγράμματα σπουδών, λαμβάνοντας, ταυτόχρονα, υπόψη τις ιδιαιτέρες ανάγκες των μαθητών στους οποίους κάθε φορά απευθύνονται και δίνοντας έμφαση στον γραμματισμό και τον αριθμητισμό.
  • Να συνδέουν το περιεχόμενο του αντικειμένου που διδάσκουν με την ανάπτυξη ποικίλων δεξιοτήτων στους μαθητές.
  • Να συνεργάζονται εποικοδομητικά με τους γονείς και τους άλλους κοινωνικούς εταίρους.
  • Να συνειδητοποιούν και να είναι σε θέση να αξιοποιούν την πολιτισμική ιδιαιτερότητα του μαθητικού δυναμικού.
  • Να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της διά βίου μάθησης

Επιμορφώνοντας εκπαιδευτικούς στην αξιοποίηση εκπαιδευτικού λογισμικού

Βασικές αρχές. Στοχοθεσία

Το λογισμικό της Γλώσσας Ε΄ και ΣΤ΄ τάξης Δημοτικού υπηρετεί τόσο τους άμεσους όσο και τους ευρύτερους σκοπούς της γλωσσικής παιδείας που θέτει το διαθεματικό ενιαίο πλαίσιο προγραμμάτων σπουδών (ΔΕΠΠΣ) και τα αντίστοιχα αναλυτικά προγράμματα σπουδών (ΑΠΣ). Πρόκειται για ένα πολυδύναμο εργαλείο το οποίο μπορεί να λειτουργήσει ως υποστηρικτικό υλικό της γλωσσικής ύλης των έντυπων εγχειριδίων και της διδασκαλίας. Κύρια χαρακτηριστικά του είναι ότι το περιεχόμενο του δεν απαιτεί γραμμική εφαρμογή από τους μαθητές, καθώς επίσης ότι δεν υπάρχει αντιστοιχία περιεχομένου βιβλίου και λογισμικού. Το παραπάνω πλαίσιο παρέχει τη δυνατότητα στον εκπαιδευτικό να επιλέξει τον χρόνο ενασχόλησης με το συγκεκριμένο υλικό ανάλογα με την τάξη, το έμψυχο δυναμικό και με σημείο αναφοράς τους στόχους της γλωσσικής διδασκαλίας.

Τα προαναφερθέντα αποτέλεσαν και τον βασικό άξονα της επιμορφωτικής συνάντησης που υλοποιήθηκε στο Περιφερειακό Επιμορφωτικό Κέντρο Πάτρας το διήμερο 19-20 Ιουνίου 2012. Η επιμόρφωση απευθυνόταν σε εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης ανεξαρτήτως των τεχνολογικών μέσων και δεξιοτήτων που διέθεταν.

Ως γενικός στόχος τέθηκε η «αφύπνιση» του ενδιαφέροντος των εκπαιδευτικών για ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών στη διδακτική διαδικασία, ως αποτέλεσμα της ενασχόλησής τους με αυτές κατά τη διάρκεια του βιωματικού εργαστηρίου. Ως ειδικοί στόχοι της επιμορφωτικής δράσης τέθηκαν, σε ένα πρώτο επίπεδο, η γνωριμία και η εξοικείωση των εκπαιδευτικών με συγκεκριμένες πρακτικές και μέσα που θα τους βοηθήσουν να αποκωδικοποιήσουν τις συμβάσεις των μουσειακών χώρων και, σε ένα δεύτερο επίπεδο, η αξιοποίησή των πρακτικών αυτών στην καθημερινή διδακτική τους πράξη.

Η μεθοδολογία επιμόρφωσης στηρίχτηκε σε βασικές αρχές του νέου σχολείου και ενσωμάτωνε σημαντικά καινοτόμα στοιχεία, τα οποία τεκμηριώνονται βιβλιογραφικά τόσο από τη διεθνή όσο και την αντίστοιχη ελληνική εμπειρία. Ειδικότερα, το πλαίσιο επιμόρφωσης βασιζόταν στις ακόλουθες αρχές:

  1. Προαιρετική συμμετοχή στην επιμορφωτική διαδικασία.
  2. Ενεργητική συμμετοχή του εκπαιδευόμενου.
  3. Ευρετική πορεία προς τη γνώση.
  4. Άμεση εφαρμογή και σύνδεση της επιμόρφωσης με τη σχολική τάξη.
  5. Ευελιξία.
  6. Κοινωνική αλληλεπίδραση.

Οι άξονες υλοποίησης της επιμόρφωσης στηρίχτηκαν στην:

α) Έμφαση στη διδακτική πράξη

Η επιμόρφωση επικεντρώθηκε στην υποστήριξη του εκπαιδευτικού στη σχολική καθημερινότητα και πρακτική με στόχο τον μετασχηματισμό της γνώσης. Παράλληλα, παρείχε στους επιμορφούμενους τα κατάλληλα μεθοδολογικά εργαλεία, τις τεχνικές και τις διδακτικές πρακτικές που θα τους βοηθούσαν στον σχεδιασμό και την υλοποίηση μιας εκπαιδευτικής δράσης στον χώρο του μουσείου, με στόχο τη βιωματική και ανακαλυπτική μουσειακή εμπειρία.

β) Αξιοποίηση της μεθοδολογίας εκπαίδευσης ενηλίκων

Οι εκπαιδευτικοί είναι ενήλικες εκπαιδευόμενοι. Έχουν γνώσεις, βιώματα, εμπειρίες και αναπαραστάσεις που συγκροτούν τη βάση της επαγγελματικής τους ταυτότητας. Παράλληλα, λόγω των αλλαγών που έχουν βιώσει κατά τη διάρκεια της εξέλιξής τους, έχουν διαμορφώσει τα δικά τους κριτήρια, στα οποία έχουν ενσωματωθεί και αναπαράγονται οι κώδικες του πολιτισμικού και κοινωνικού περιβάλλοντος από το οποίο προέρχονται (Bourdieu 1985). Λαμβάνοντας υπόψη το παραπάνω πλαίσιο, η μεθοδολογία της επιμόρφωσης στηρίχτηκε στις αρχές της εκπαίδευσης ενηλίκων, προκειμένου αφενός να αξιοποιηθεί η εμπειρία των επιμορφούμενων και αφετέρου να τους παρασχεθούν εκείνα τα εργαλεία (μεθοδολογικά και εννοιολογικά) που θα τους καταστήσουν ικανούς να διερευνήσουν τους τρόπους με τους οποίους θα μετασχηματίσουν τη μορφή της διδασκαλίας τους.

Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι οι εκπαιδευτικοί θα συμμετέχουν ενεργά και θα διαμορφώσουν οι ίδιοι, σε συνεργασία με τους επιμορφωτές τους, το πλαίσιο της επιμόρφωσής τους, αξιοποιώντας τις γνώσεις, τα βιώματα και τις εμπειρίες τους, τις οποίες θα μοιραστούν με τους υπόλοιπους συναδέλφους τους. Στην επιμόρφωση, αυτό επιτεύχθηκε μέσα από την εφαρμογή σύγχρονων εκπαιδευτικών μεθόδων και τεχνικών (ομαδοσυνεργατική μεθοδολογία, ασκήσεις).

γ) Εφαρμογή των θεμάτων επιμόρφωσης στη σχολική τάξη - Αναστοχασμός

Ο σχεδιασμός της επιμόρφωσης έδωσε τη δυνατότητα στους εκπαιδευτικούς να εφαρμόσουν με κριτικό τρόπο τις θεματικές που πραγματεύτηκαν στο επιμορφωτικό πρόγραμμα, να διερευνήσουν τη χρησιμότητά τους και να προτείνουν νέους εναλλακτικούς τρόπους εφαρμογής τους με βάση τις ιδιαιτερότητες της τάξης τους. Ωστόσο, η πιο σημαντική συμβολή του επιμορφωτικού προγράμματος ήταν ότι έδωσε τη δυνατότητα στους επιμορφούμενους να μοιραστούν την εμπειρία τους με τους συναδέλφους τους στο πλαίσιο μιας ανοιχτής διαδικασίας αναστοχασμού και συνεργατικής οικοδόμησης της γνώσης.

Διαδικασία και εργαλεία

Την ομάδα επιμόρφωσης αποτελούσαν είκοσι (20) εκπαιδευτικοί από διαφορετικές σχολικές τάξεις και με διαφορετικό επίπεδο γνώσεων αναφορικά με την αξιοποίηση ηλεκτρονικών υπολογιστών (Η/Υ). Τα αποτελέσματα της διερεύνησης αναγκών, που προηγήθηκε της επιμορφωτικής δράσης, αποτέλεσαν τη βάση πάνω στην οποία διαμορφώθηκε το τελικό πλαίσιο σχεδιασμού της επιμόρφωσης. Το περιεχόμενό της στηρίχτηκε στη βασική αρχή σύμφωνα με την οποία ο εκπαιδευτικός διερευνά και ανακαλύπτει τη φιλοσοφία του γνωστικού αντικειμένου με όρους διδακτικής πράξης. Αυτό επιτεύχθηκε τόσο στο επίπεδο του διδακτικού σχεδιασμού σε αυθεντικά περιβάλλοντα μάθησης (φύλλα εργασίας, ασκήσεις) όσο και στις στρατηγικές της διά βίου μάθησης που υιοθετήθηκαν. Η υλικοτεχνική υποδομή που απαιτήθηκε για την υλοποίηση της συγκεκριμένης δράσης ήταν δώδεκα Η/Υ (στην επιφάνεια εργασίας των οποίων είχε «φορτωθεί» το συγκεκριμένο λογισμικό και τα σχολικά εγχειρίδια της Γλώσσας Ε΄ και ΣΤ΄ Δημοτικού), ένας βιντεοπροβολέας συνδεδεμένος με Η/Υ, μια οθόνη προβολής και δώδεκα θρανία. Οι εκπαιδευτικοί είχαν χωριστεί σε τέσσερις ομάδες των πέντε ατόμων. Παράλληλα, είχε δημιουργηθεί και μια «θέση παρουσίασης», όπου οι εκπρόσωποι των ομάδων είχαν τη δυνατότητα να παρουσιάζουν στην ολομέλεια. τη θεματική που διερεύνησαν, καθώς και τις απόψεις των μελών της ομάδας τους.

Το εργαστήριο, το οποίο διήρκεσε 3 ώρες, δομήθηκε νοητά σε τρία μέρη:

α) Η γνωριμία

Σε μια τέτοια συνάντηση επιδιώκεται, αρχικά, το «σπάσιμο του πάγου» που δημιουργείται από την παρουσία αγνώστων, καθώς και η εγκατάσταση θετικού, δημιουργικού και ευχάριστου κλίματος.

β) Η διερεύνηση

Οι παιδαγωγικές αρχές της συνεργατικής, διερευνητικής και ανακαλυπτικής μάθησης αποτελούν σοβαρό αίτημα του επιμορφούμενου και, επομένως, μέλημα του επιμορφωτή.

γ) Η κοινωνική αλληλεπίδραση και σύνθεση

Στο επόμενο στάδιο, το πιο σημαντικό της επιμορφωτικής δράσης, οι εκπαιδευτικοί, με τη βοήθεια των εκπροσώπων των ομάδων τους, μοιράστηκαν με την ολομέλεια τις απόψεις και τις ιδέες τους

Αποτίμηση

Η αναστοχαστική διαδικασία είχε ως σημείο αναφοράς το ερωτηματολόγιο που απαντήθηκε από τους εκπαιδευτικούς στο τέλος της επιμορφωτικής δράσης, καθώς και τις αντιδράσεις των επιμορφούμενων κατά τη διάρκεια υλοποίησης του βιωματικού εργαστηρίου. Η πλειοψηφία των εκπαιδευτικών εκδήλωσε θετική στάση απέναντι σε μορφές επιμόρφωσης με καινοτόμες παρεμβάσεις, οι οποίες στηρίζονται στις αρχές της εκπαίδευσης ενηλίκων και χαρακτηρίζονται από ευρετική πορεία προς τη γνώση.

Η θετική στάση των επιμορφούμενων εκδηλώθηκε με τη διατύπωση θέσεων όπως οι ακόλουθες:

  • Ενδιαφέρουσα προσπάθεια.
  • Σωστός τρόπος σεμιναρίου με τις ομάδες και τα φύλλα εργασίας (όχι μόνο θεωρία αλλά και πρακτική).
  • Χρήσιμες οι ημερίδες που είναι στοχευμένες και δεν πλατιάζουν.
  • Θεωρώ ότι ήταν μια χρήσιμη συνάντηση για εμένα. Αντάλλαξα σκέψεις, ιδέες, πρακτικές αξιοποίησης του λογισμικού.

Οι απαντήσεις των επιμορφούμενων κατέδειξαν ότι διάκεινται θετικά απέναντι στο εκπαιδευτικό λογισμικό. Επιπλέον, το βιωματικό σεμινάριο φαίνεται να συνέβαλε στην υιοθέτηση από τους επιμορφούμενους πιο θετικής στάσης για την ενσωμάτωση του λογισμικού στην καθημερινή διδακτική πρακτική.

Ενδεικτικά, οι επιμορφούμενοι ανέφεραν:

  • Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι οι δραστηριότητες ήταν ελκυστικές.
  • Δε χρειάζεται αρκετός χρόνος για την υλοποίησή τους, αρκεί η σωστή προετοιμασία.
  • Ο μαθητής μπορεί να κινηθεί εύκολα στις διάφορες ενότητες του λογισμικού.

Οι καταγεγραμμένες θέσεις των εκπαιδευτικών κατέδειξαν στους επιμορφωτές ότι ο αναστοχασμός σε συνθήκες αλληλεπίδρασης δημιουργεί προοπτικές για βελτιωτικές παρεμβάσεις στην επιμορφωτική διαδικασία, με τελικό στόχο την επαγγελματική ανέλιξη των εκπαιδευτικών (Klein 2008).