Η αντιμετώπιση του προβλήματος της μαθητικής διαρροής ως «όραμα» της σχολικής μονάδας και του σχολικού συμβούλου. Μια μελέτη περίπτωσης

Περιεχόμενα

Α΄ θεωρητικό πλαίσιο

1. Εισαγωγή

Βασική μέριμνα στη διαμόρφωση ενός εκπαιδευτικού προγράμματος είναι τόσο το τι θα διδαχθούν οι μαθητές (περιεχόμενο) όσο και το πώς θα υλοποιηθούν οι προδιαγεγραμμένοι σκοποί του (διδακτική προσέγγιση). Καθένα από τα επιμέρους γνωστικά αντικείμενα του εκπαιδευτικού προγράμματος εστιάζει σε συγκεκριμένους, διακριτούς από τα άλλα, σκοπούς και στόχους όλα, όμως, λειτουργούν συμπληρωματικά και υπηρετούν τους ίδιους ανθρωπιστικούς και παιδαγωγικούς σκοπούς. Όταν οι εκπαιδευτικοί καταφέρνουν να συγκεράσουν τη θεωρητική γνώση με μια γόνιμη διδακτική πράξη, τότε όλα μαζί τα γνωστικά αντικείμενα μετατρέπονται σε ένα ενιαίο μορφωτικό αγαθό, σε ένα «όλο» που βοηθά τους μαθητές:

  • Να κατανοούν και να χειρίζονται αποτελεσματικά την ελληνική γλώσσα
  • Να κατασκευάζουν τη γνώση συνθέτοντας τα ερεθίσματα του φυσικού και κοινωνικού κόσμου με τρόπο κριτικό και δημιουργικό
  • Να διαμορφωθούν προοδευτικά σε ελεύθερους και υπεύθυνους ανθρώπους, οι οποίοι συγκλίνουν στην ιδέα της ισοτιμίας των ανθρώπων και των πολιτισμών, καθώς και στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων και των έργων τους.

Εάν αποδεχθούμε ότι όλα τα παραπάνω αποτελούν επιδιωκόμενους (μεταξύ άλλων) σκοπούς του σύγχρονου ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, τότε θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι όλοι ανεξαιρέτως οι μαθητές έχουν τυπικά τις ίδιες ευκαιρίες στην επίτευξη των σκοπών αυτών, τουλάχιστον στη βαθμίδα της υποχρεωτικής εκπαίδευσης (βλ. ΦΕΚ 303Β & 304Β/2003). Όλοι οι μαθητές μέσα από την εννιάχρονη μαθητική πορεία τους κατευθύνονται, με τον προσωπικό ρυθμό του ο καθένας, προς την υλοποίηση των προδιαγεγραμμένων σκοπών. Η σύγχρονη, όμως, πραγματικότητα που επικρατεί σε ορισμένα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης διαψεύδει μια τέτοια βεβαιότητα, αφού δεν είναι λίγοι οι μαθητές, και τις περισσότερες φορές πρόκειται για αλλοδαπούς μαθητές, που διακόπτουν τη φοίτησή τους στο γυμνάσιο. Το φαινόμενο της μαθητικής διαρροής αποτελεί για κάποιες περιοχές μια σκληρή πραγματικότητα προς την οποία είναι ανάγκη να επικεντρωθεί το ενδιαφέρον και η μέριμνα όλων των εμπλεκόμενων ενηλίκων (γονέων, εκπαιδευτικών, τοπικής κοινωνίας).

Ο σχολικός σύμβουλος ενός τέτοιου σχολείου έχει το περιθώριο να εργαστεί στο πλαίσιο των παιδαγωγικών αρμοδιοτήτων του προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης του προβλήματος της μαθητικής διαρροής με την υιοθέτηση κάποιων «αλλαγών». Μπορεί να μεταφέρει «το όραμά του» στους εκπαιδευτικούς του σχολείου, να τους εμπνεύσει, να τους πείσει να ενστερνιστούν τις προσωπικές προσδοκίες του και να δρομολογήσουν δράσεις αντιστροφής της πραγματικότητας. Μια τέτοια δραστηριοποίηση του σχολικού συμβούλου αποτελεί παράδειγμα άσκησης εμπνευσμένης ηγεσίας, στον βαθμό βέβαια που θα προκύψει ωφέλεια, αλλά ταυτόχρονα και υλοποίηση της βασικής εκπαιδευτικής πολιτικής του Υπουργείου Παιδείας για εξασφάλιση ίσων ευκαιριών και παροχή βασικής-υποχρεωτικής εκπαίδευσης σε όλα τα παιδιά ηλικίας έως δεκαπέντε ετών ανεξάρτητα από την πολιτισμική προέλευσή τους (Γιοκαρίνης 2000).

2. Εννοιολογική προσέγγιση των όρων όραμα, αλλαγή και στρατηγικός σχεδιασμός

Το όραμα ή εκπαιδευτικό όραμα περιγράφει τη μορφή που θα έχει η σχολική μονάδα στο μέλλον. Θέτει γενικούς στόχους, παρέχει εστίαση, οδηγεί τη στρατηγική κατεύθυνση, υποκινεί, ενώνει και προκαλεί για καλύτερη απόδοση (Jones 2007). Στρατηγική, ειδικότερα, είναι η κατεύθυνση, το είδος και το εύρος των δραστηριοτήτων του σχολείου μακροπρόθεσμα που έχουν ως στόχο την ικανοποίηση των αναγκών και των προσδοκιών των εμπλεκομένων (μαθητών, εκπαιδευτικών, γονέων) (Johnson et al. 2008). Η στρατηγική αν και δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι εξασφαλίζει πάντα την επιτυχία, ωστόσο βοηθά σίγουρα στην επίτευξή της, διότι: θέτει κατευθύνσεις, υποστηρίζει τη λήψη ομοιόμορφων αποφάσεων, συγκεντρώνει την προσπάθεια όλων και συντονίζει τις δραστηριότητές τους. Στρατηγική είναι ο προσανατολισμός και το πεδίο εφαρμογής ενός οργανισμού (στην περίπτωσή μας του σχολείου) μακροπρόθεσμα και μπορεί να λειτουργεί σε τρία επίπεδα:

  1. Σε επίπεδο σχολικής μονάδας (η λεγόμενη: λειτουργική στρατηγική)
  2. Σε επίπεδο περιφερειακό (η λεγόμενη: στρατηγική επιχειρηματικού επιπέδου)
  3. Σε εθνικό επίπεδο (η λεγόμενη: στρατηγική εταιρικού επιπέδου)

Η υλοποίηση ενός εκπαιδευτικού οράματος με στόχο την «αλλαγή» και τη βελτίωση προϋποθέτει ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι θεωρούν τη σχολική μονάδα ως έναν «οργανισμό» με συγκεκριμένο και γνωστό προφίλ (διοικητική οργάνωση, ιεραρχία, τρόπος λειτουργίας, καθήκοντα, ρόλοι κ.ά). Επιπλέον, προϋποθέτει ότι όλοι ενστερνίζονται κοινές θεωρητικές παραδοχές που αναμένεται να οδηγήσουν στην καλύτερη λειτουργία του «οργανισμού» και να περιγράψουν σαφέστερα τις δραστηριότητες που θα αναπτυχθούν στο πλαίσιο υλοποίησης του οράματος.

Πιο συγκεκριμένα, είναι σκόπιμο να κατανοήσουν οι εκπαιδευτικοί ότι εργάζονται σε έναν «οργανισμό» η διοίκηση του οποίου εστιάζει στην ποιότητα, βασίζεται στη συμμετοχή όλων και στοχεύει στη μακροπρόθεσμη επιτυχία και στην παροχή οφελών σε όλα τα μέλη του οργανισμού και στην κοινωνία (Διοίκηση Ολικής Ποιότητας). Στο σχολείο μάς ενδιαφέρει η αποτελεσματικότερη και συνολική επίτευξη των στόχων του, η «εκπαίδευση ολικής ποιότητας» με την ενεργοποίηση όλου του δυναμικού του σχολείου. Η υιοθέτηση της εκπαίδευσης ολικής ποιότητας συνιστά έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης, σύμφωνα με τον οποίο όλοι μπορούν να συνεισφέρουν, αφού η από κοινού σκέψη (σε αντίθεση με το να αποφασίζει κανείς μόνος του) οδηγεί σε ορθότερες αποφάσεις (Ζαβλάνος 2003, Σαΐτης 2005).

Η «αλλαγή», δηλαδή η ηθελημένη μεταβολή μιας υπάρχουσας κατάστασης μέσα από ένα σύνολο προγραμματισμένων δράσεων στις οποίες συμμετέχουν όλοι, προϋποθέτει ανάληψη πρωτοβουλιών από τους εκπαιδευτικούς και δραστηριότητες που έχουν ως στόχο την αξιοποίηση αποδοτικών και επιβοηθητικών μεθόδων που συντελούν στην ομαλή και αποτελεσματική μετάβαση από μια υπάρχουσα σε μια νέα επιθυμητή κατάσταση. Οι αλλαγές απαιτούν πρωτοβουλίες. Οι πρωτοβουλίες προϋποθέτουν την απελευθέρωση των δημιουργικών δυνατοτήτων αλλά και την καινοτόμα και αποκλίνουσα σκέψη του ανθρώπου (Hargreaves 1994).
Η σπουδαιότητα του ανθρώπινου παράγοντα σ΄ έναν οργανισμό αυξάνει ανάλογα με τον ρυθμό των αλλαγών, συναρτάται όμως και με την «Αποτελεσματική, εμπνευσμένη ηγεσία». Η ηγεσία συνδέεται με την ψυχή των ανθρώπων και κατά συνέπεια με τη συμπεριφορά και τις πράξεις τους. Οι ηγέτες που επηρεάζουν προς τη σωστή κατεύθυνση, μεταδίδουν το όραμα, ενθαρρύνουν τη συμμετοχή και την υπευθυνότητα, βοηθούν τα άτομα να θεωρούν δικιά τους υπόθεση τη λήψη αποφάσεων και τη λύση των προβλημάτων, παρέχουν στα άτομα όλα τα εργαλεία για την αποτελεσματικότερη εκτέλεση των καθηκόντων τους, είναι μέντορες και εμψυχωτές ( Kotter 2001).

Συνοψίζοντας, η υλοποίηση ενός εκπαιδευτικού οράματος στηρίζεται στη δυναμική της «άτυπης ομάδας» και στις ανθρώπινες σχέσεις που αναπτύσσονται στον εργασιακό χώρο. Η ικανοποίηση στον χώρο εργασίας και η ενεργός συμμετοχή βελτιώνουν το ηθικό και αυξάνουν την προθυμία όλων για συνεργασία.