Υποστηρίζοντας την επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών: αρχές και πρακτικές της επιμόρφωσης

Περιεχόμενα

Η επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών

Η επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών διαμορφώθηκε τη δεκαετία του 1980 ως απάντηση, καταρχάς, στην τάση για απο-επαγγελματοποίηση της διδασκαλίας, καθώς και για συρρίκνωση των στόχων του σχολείου και προσαρμογή τους στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας. Ως ζητούμενο παραπέμπει στον μετασχηματιστικό ρόλο που καλείται να παίξει ο εκπαιδευτικός στο σύγχρονο περιβάλλον, ενώ ως έννοια αναφέρεται στον τρόπο που αποκτά τον γνωστικό του εξοπλισμό, στον τρόπο που διαμορφώνει πεποιθήσεις και αξίες, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο κοινωνικοποιείται στην κουλτούρα του επαγγέλματος. Η προσέγγιση αυτή στο ερώτημα πώς διαμορφώνονται οι εκπαιδευτικοί συνέδεσε για πρώτη φορά την αποτελεσματικότητα τους με τις ατομικές τους προϋποθέσεις, με το πώς νοηματοδοτούν τις εσωτερικές όψεις της ταυτότητάς τους και με την προσωπική τους εξελικτική πορεία.

Η επαγγελματική ανάπτυξη είναι κατά βάση μια συνεχής διαδικασία μάθησης, δια της οποίας οι εκπαιδευτικοί αποκτούν τις επαγγελματικές γνώσεις και δεξιότητες, αλλά και τις προσωπικές εκείνες ιδιότητες και πεποιθήσεις οι οποίες τους καθιστούν ικανούς να εκπληρώσουν τον επαγγελματικό τους ρόλο. Η διαδικασία αυτή μέσω της οποίας «γίνεται κανείς εκπαιδευτικός» απλώνεται στον χώρο και στον χρόνο, πράγμα που σημαίνει ότι δεν ακολουθεί αυτοματοποιημένη πορεία, ούτε είναι κοινή για όλους, αλλά έχει χαρακτήρα προσωπικό, καθώς μέσω αυτής διαμορφώνει κανείς την επαγγελματική του ταυτότητα. Όψεις της επαγγελματικής ταυτότητας των εκπαιδευτικών είναι η αυτοεικόνα τους, τα κίνητρα τους για το επάγγελμα, καθώς και το πώς αντιλαμβάνονται τον ρόλο τους άμεσα αλλά και μακροπρόθεσμα.

Πρόκειται για μια εξελικτική διαδικασία «γίγνεσθαι», η οποία διαπλέκεται με την προσωπική ανάπτυξη του ατόμου, ψυχολογική, συναισθηματική, ηθική, μια διαδικασία δύσκολα προσπελάσιμη από την έρευνα, λόγω του πολυδιάστατου και δυναμικού χαρακτήρα της. Σχετικά με τη θεωρητική της θεμελίωση θα λέγαμε ότι σημειώνεται ένας «εννοιολογικός πλουραλισμός», καθώς οι διάφορες τυπολογίες επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών που προτείνονται, στηρίζονται σε διαφορετικές παραδοχές και έχουν διαφορετική εστίαση (Bolam & Mac Mahon 2004: 52). Πράγματι, ο συνεχής χαρακτήρας της διαδικασίας μάθησης, καθώς και η ιδιοσυγκρατική ρίζα της στη ζωή του ατόμου, καθιστά δύσκολη τη διερεύνησή της και τη διαμόρφωση ενιαίου θεωρητικού πλαισίου, μπορεί όμως κανείς να αξιοποιήσει – έστω αποσπασματικά- διαπιστώσεις που οδηγούν σε επιτυχείς πρακτικές (Kelchtermans 2004: 219).

Τι προκύπτει από τη συζήτηση για την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών; Από πλευράς έρευνας το ενδιαφέρον μετατοπίζεται από την οργάνωση και το περιεχόμενο της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών- αρχικής και συνεχιζόμενης- α) στη σκοποθεσία της, στο ερώτημα, δηλαδή, τι συνιστά «αριστεία» στο επάγγελμα και β) στο πώς μπορεί αυτή να επιτευχθεί ως ζητούμενο, μέσω ποιων διαδικασιών, δηλαδή, αποκομίζουν οι εκπαιδευτικοί τις αναγκαίες γνώσεις, δεξιότητες και αντιλήψεις.

Η συνεισφορά της πλούσιας σχετικής βιβλιογραφίας έγκειται πρώτα- πρώτα στο ότι κατέδειξε τη σημασία των πολιτικών που αφορούν γενικότερα το επάγγελμα του εκπαιδευτικού σε συστημικό επίπεδο. Διαπιστώνεται ότι σημαντικό ρόλο στην υποστήριξη της επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών διαδραματίζουν οι πολιτικές που αφορούν α) την προσέλκυση υποψηφίων στο επάγγελμα, τις προϋποθέσεις εισόδου και σταδιοδρομίας τους σε αυτό, καθώς και τους όρους εργασίας τους και β) τη σκοποθεσία, την οργάνωση και το περιεχόμενο τόσο των βασικών τους σπουδών όσο και της επιμόρφωσής τους κατά την άσκηση του έργου τους (Παπαναούμ 2011α). Ως εκ τούτου, θεωρείται αναγκαίο οι επιμέρους πολιτικές να αποκτήσουν συνοχή μεταξύ τους ως προς τη φιλοσοφία τους, καθώς και συνέχεια σε βάθος χρόνου4.

Η βιβλιογραφία συμβάλλει, εξάλλου, στη συζήτηση για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, γιατί προβάλλει την υποστήριξη της επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών μέσω επιμόρφωσης ως στρατηγική για τη βελτίωση των αποτελεσμάτων του σχολείου. Τέλος, σημαντική θεωρείται η συνεισφορά της βιβλιογραφίας και στην αποτελεσματικότητα των επιμορφωτικών παρεμβάσεων, γιατί διατυπώνει και εγκυροποιεί συγκεκριμένες αρχές για τη μεθόδευση της επιμορφωτικής διαδικασίας.