Αναζήτησες τη λέξη "причёсывать" στα Ρωσικά

1164.mp3 причёсывать

(Глагол)

(ενεστ. при-чё-сы-вать, αόρ. причесал (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. причесался (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. причёсанный)

χτενίζω χτενίζω

(Ρήμα)

(ενεστ. χτε-νί-ζω, αόρ. χτένισα,
παθ. αόρ. χτενίστηκα, παθ. μτχ. χτενισμένος)

1164.mp3 kreh

(Folje)

(e tashme kreh, e kr. thj v. kreha,
e kr. thj. jov. u kreha, pjesore krehur)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я