Αναζήτησες τη λέξη "потреблять" στα Ρωσικά

501.mp3 потреблять

(Глагол)

(ενεστ. по-треб-лять, αόρ. потребил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. потребился (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. потреблённый)

καταναλώνω καταναλώνω

(Ρήμα)

(ενεστ. κα-τα-να-λώ-νω, αόρ. κατανάλωσα,
παθ. αόρ. καταναλώθηκα, παθ. μτχ. καταναλωμένος)

501.mp3 konsumoj

(Folje)

(e tashme kon-su-moj, e kr. thj v. konsumova,
e kr. thj. jov. u konsumova, pjesore konsumuar)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я