Αναζήτησες τη λέξη "плевать" στα Ρωσικά

1122.mp3 плевать

(Глагол)

(ενεστ. пле-вать, αόρ. плевал (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. плевался (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. оплёванный)

φτύνω φτύνω

(Ρήμα)

(ενεστ. φτύ-νω, αόρ. έφτυσα,
παθ. αόρ. φτύστηκα, παθ. μτχ. φτυσμένος)

1122.mp3 pështyj

(Folje)

(e tashme pë-shtyj, e kr. thj v. pështyva,
e kr. thj. jov. u pështyva, pjesore pështyrë)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я