Αναζήτησες τη λέξη "пересекать" στα Ρωσικά

254.mp3 пересекать

(Глагол)

(ενεστ. пе-ре-се-кать, αόρ. пересек (муж.), -ла (жен.), -ло (ср.),
παθ. αόρ. пересекся (муж.), -лась (жен.), -лось (ср.), παθ. μτχ. пересеченный)

διασχίζω διασχίζω

(Ρήμα)

(ενεστ. δια-σχί-ζω, αόρ. διέσχισα,
παθ. αόρ. διασχίστηκα, παθ. μτχ. διεσχισμένος)

254.mp3 përshkoj

(Folje)

(e tashme për-shkoj, e kr. thj v. përshkova,
e kr. thj. jov. u përshkova, pjesore përshkuar)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я