Αναζήτησες τη λέξη "волновать" στα Ρωσικά

792.mp3 волновать

(Глагол)

(ενεστ. ка-сать-ся, αόρ. касался (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.))

νοιάζει νοιάζει

(Ρήμα)

(ενεστ. νοιά-ζει, αόρ. ένοιαξε)

792.mp3 intereson

(Folje)

(e tashme in-te-re-son, e kr. thj v. interesoi,
pjesore interesuar)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я