Αναζήτησες τη λέξη "ώμoς" στα Ελληνικά

ώμoς ώμoς (ο)

(Ουσιαστικό)

(ώ-μος, γεν. -ου,
πληθ. -οι, γεν. -ων)

1189.mp3 sup

(Emër)

(sup, gj. -it,
sh. -et, gj. -eve)

1189.mp3 плечо

(Существительное)

(пле-чо, γεν. -а,
πληθ. -и, γεν. -ей)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я