Αναζήτησες τη λέξη "τεντώνω" στα Ελληνικά

τεντώνω τεντώνω

(Ρήμα)

(ενεστ. τε-ντώ-νω, αόρ. τέντωσα,
παθ. αόρ. τεντώθηκα, παθ. μτχ. τεντωμένος)

1053.mp3 tendos

(Folje)

(e tashme te-ndos, e kr. thj v. tendosa,
e kr. thj. jov. u tendosa, pjesore tendosur)

1053.mp3 натягивать

(Глагол)

(ενεστ. на-тя-ги-вать, αόρ. натянул (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. натянулся (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. натянутый)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я