Αναζήτησες τη λέξη "σκύβω" στα Ελληνικά

σκύβω σκύβω

(Ρήμα)

(ενεστ. σκύ-βω, αόρ. έσκυψα,
παθ. μτχ. σκυμμένος)

1011.mp3 përkulem
audio/mp3/al/other/1011b.mp3 ul

(Folje)

(e tashme për-ku-lem/ul, e kr. thj v. përkula,
e kr. thj. jov. u përkula, pjesore përkulur)

1011.mp3 наклонять

(Глагол)

(ενεστ. на-кло-нять, αόρ. наклонил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. наклонился (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. наклонённый)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я