Αναζήτησες τη λέξη "σκουπίδι" στα Ελληνικά

σκουπίδι σκουπίδι (το)

(Ουσιαστικό)

(σκου-πί-δι, γεν. -ιού,
πληθ. -ια, γεν. -ιών)

1010.mp3 mbeturinë

(Emër)

(mbe-tu-ri-në, gj. -ës,
sh. -at, gj. -ave)

1010.mp3 мусор

(Существительное)

(му-сор, γεν. -а)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я