Αναζήτησες τη λέξη "ποτίζω" στα Ελληνικά

ποτίζω ποτίζω

(Ρήμα)

(ενεστ. πο-τί-ζω, αόρ. πότισα,
παθ. αόρ. ποτίστηκα, παθ. μτχ. ποτισμένος)

952.mp3 ujit

(Folje)

(e tashme u-jit, e kr. thj v. ujita,
e kr. thj. jov. u ujita, pjesore ujitur)

952.mp3 поливать
audio/mp3/ru/other/952b.mp3 поить

(Глагол)

(ενεστ. по-ли-вать, αόρ. полил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. полился (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. политый)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я