Αναζήτησες τη λέξη "πλημμυρίζω" στα Ελληνικά

πλημμυρίζω πλημμυρίζω

(Ρήμα)

(ενεστ. πλημ-μυ-ρί-ζω, αόρ. πλημμύρισα,
παθ. μτχ. πλημμυρισμένος)

938.mp3 vërshoj

(Folje)

(e tashme vër-shoj, e kr. thj v. përmbyta,
e kr. thj. jov. u përmbyta, pjesore përmbytur)

938.mp3 затоплять

(Глагол)

(ενεστ. за-топ-лять, αόρ. затопил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. μτχ. затопленный)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я