Αναζήτησες τη λέξη "περίπτερο" στα Ελληνικά

περίπτερο περίπτερο (το)

(Ουσιαστικό)

(πε-ρί-πτε-ρο, γεν. -ου,
πληθ. -α, γεν. -ων)

912.mp3 pavijon
audio/mp3/al/other/912b.mp3 kjoskë

(Emër/Emër)

(pa-vi-jon/kjo-skë)

912.mp3 киоск
павильон

(Существительное)

(ки-оск, γεν. -а,
πληθ. -и, γεν. -ов)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я