Αναζήτησες τη λέξη "παρηγορώ" στα Ελληνικά

παρηγορώ παρηγορώ

(Ρήμα)

(ενεστ. πα-ρη-γο-ρώ, αόρ. παρηγόρησα,
παθ. αόρ. παρηγορήθηκα, παθ. μτχ. παρηγορημένος)

899.mp3 ngushëlloj

(Folje)

(e tashme ngu-shë-lloj, e kr. thj v. ngushëllova,
e kr. thj. jov. u ngushëllova, pjesore ngushëlluar)

899.mp3 утешать

(Глагол)

(ενεστ. у-те-шать, αόρ. утешил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. утешился (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. утешенный)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я