Αναζήτησες τη λέξη "παλιώνω" στα Ελληνικά

παλιώνω παλιώνω

(Ρήμα)

(ενεστ. πα-λιώ-νω, αόρ. πάλιωσα,
παθ. αόρ. παλιώθηκα, παθ. μτχ. παλιωμένος)

884.mp3 vjetroj

(Folje)

(e tashme vjet-roj, e kr. thj v. vjetrova,
e kr. thj. jov. u vjetrova, pjesore vjetruar)

884.mp3 стареть

(Глагол)

(ενεστ. ста-реть, αόρ. состарил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. состарился (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. состаренный)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я