Αναζήτησες τη λέξη "παγωτό" στα Ελληνικά

παγωτό παγωτό (το)

(Ουσιαστικό)

(πα-γω-τό, γεν. -ού,
πληθ. -ά, γεν. -ών)

874.mp3 akullore

(Emër)

(a-ku-llo-re, gj. -es,
sh. -et, gj. -eve)

874.mp3 мороженое

(Существительное)

(мо-ро-же-но-е, γεν. -ого)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я