Αναζήτησες τη λέξη "οστό" στα Ελληνικά

οστό οστό (το)

(Ουσιαστικό)

(ο-στό, γεν. -ού,
πληθ. -ά, γεν. -ών)

863.mp3 kockë

(Emër)

(koc-kë, gj. -ës,
sh. -at, gj. -ave)

863.mp3 кость

(Существительное)

(кость, γεν. -и,
πληθ. -и, γεν. -ей)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я