Αναζήτησες τη λέξη "νωπός" στα Ελληνικά

νωπός νωπός, -ή, -ό

(Επίθετο)

(νω-πός, γεν. -ού, -ής, -ού,
πληθ. -οί, -ές, -ά)

803.mp3 (i,e) freskët

(Mbiemër)

((i,e) fre-skët,
(e,të) -t, -a)

803.mp3 свежий, -ая, -ее

(Прилагательное)

(све-жий, γεν. -его, -ей, -его,
πληθ. -ие, -ие, -ие)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я