Αναζήτησες τη λέξη "μυρίζω" στα Ελληνικά

μυρίζω μυρίζω

(Ρήμα)

(ενεστ. μυ-ρί-ζω, αόρ. μύρισα,
παθ. αόρ. μυρίστηκα, παθ. μτχ. μυρισμένος)

772.mp3 mbaj erë

(Folje)

(e tashme mbaj e-rë, e kr. thj v. mbajta erë,
pjesore mbajtur)

772.mp3 пахнуть

(Глагол)

(ενεστ. ню-хать, αόρ. понюхал (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. понюхался (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. понюханный)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я