Αναζήτησες τη λέξη "μπισκότο" στα Ελληνικά

μπισκότο μπισκότο (το)

(Ουσιαστικό)

(μπι-σκό-το, γεν. -ου,
πληθ. -α, γεν. -ων)

768.mp3 biskotë

(Emër)

(bis-ko-të, gj. -ës,
sh. -at, gj. -ave)

768.mp3 печенье

(Существительное)

(пе-чень-е, γεν. -я)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я