Αναζήτησες τη λέξη "μικρόβιο" στα Ελληνικά

μικρόβιο μικρόβιο (το)

(Ουσιαστικό)

(μι-κρό-βι-ο, γεν. -ου,
πληθ. -α, γεν. -ων)

750.mp3 mikrob

(Emër)

(mi-krob)

750.mp3 микроб

(Существительное)

(мик-роб, γεν. -а,
πληθ. -ы, γεν. -ов)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я