Αναζήτησες τη λέξη "μαλώνω" στα Ελληνικά

μαλώνω μαλώνω

(Ρήμα)

(ενεστ. μα-λώ-νω, αόρ. μάλωσα,
παθ. μτχ. μαλωμένος)

697.mp3 qortoj

(Folje)

(e tashme qor-toj, e kr. thj v. qortova,
e kr. thj. jov. u qortova, pjesore qortuar)

697.mp3 ругать

(Глагол)

(ενεστ. ру-гать, αόρ. поругал (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. поругался (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. поругавшийся)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я