Αναζήτησες τη λέξη "μάνικα" στα Ελληνικά

μάνικα μάνικα (η)

(Ουσιαστικό)

(μά-νι-κα, γεν. -ας,
πληθ. -ες)

700.mp3 tub uji

(Emër/Emër)

(tub u-ji)

700.mp3 пожарный рукав

(Существительное)

(шланг, γεν. -а,
πληθ. -и, γεν. -ов)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я