Αναζήτησες τη λέξη "λυγίζω" στα Ελληνικά

λυγίζω λυγίζω

(Ρήμα)

(ενεστ. λυ-γί-ζω, αόρ. λύγισα,
παθ. μτχ. λυγισμένος)

677.mp3 përkul

(Folje)

(e tashme për-kul, e kr. thj v. përkula,
e kr. thj. jov. u përkula, pjesore përkulur)

677.mp3 гнуть

(Глагол)

(ενεστ. гнуть, αόρ. согнул (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. согнулся (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. согнутый)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я