Αναζήτησες τη λέξη "λουκάνικο" στα Ελληνικά

λουκάνικο λουκάνικο (το)

(Ουσιαστικό)

(λου-κά-νι-κο, γεν. -ου,
πληθ. -α, γεν. -ων)

673.mp3 llukanik

(Emër)

(llu-ka-nik, gj. -ut,
sh. -ët, gj. -ëve)

673.mp3 сосиска

(Существительное)

(со-сис-ка, γεν. -и,
πληθ. -и)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я