Αναζήτησες τη λέξη "ληστεύω" στα Ελληνικά

ληστεύω ληστεύω

(Ρήμα)

(ενεστ. λη-στεύ-ω, αόρ. λήστεψα,
παθ. αόρ. ληστεύθηκα, παθ. μτχ. ληστευμένος)

658.mp3 grabit

(Folje)

(e tashme gra-bit, e kr. thj v. grabita,
e kr. thj. jov. u grabita, pjesore grabitur)

658.mp3 грабить

(Глагол)

(ενεστ. гра-бить, αόρ. ограбил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. ограбился (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. ограбленный)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я