Αναζήτησες τη λέξη "λακκούβα" στα Ελληνικά

λακκούβα λακκούβα (η)

(Ουσιαστικό)

(λακ-κού-βα, γεν. -ας,
πληθ. -ες)

640.mp3 gropë

(Emër)

(gro-pë, gj. -ës,
sh. -at, gj. -ave)

640.mp3 яма

(Существительное)

(я-ма, γεν. -ы,
πληθ. -ы)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я