Αναζήτησες τη λέξη "λαβή" στα Ελληνικά

λαβή λαβή (η)

(Ουσιαστικό)

(λα-βή, γεν. -ής,
πληθ. -ές, γεν. -ών)

631.mp3 dorezë
audio/mp3/al/other/631b.mp3 pretekst

(Emër)

(do-re-zë/pre-tekst, gj. -ës/it,
sh. -at/et, gj. -ave/eve)

631.mp3 ручка
audio/mp3/ru/other/631b.mp3 повод

(Существительное)

(руч-ка, γεν. -и,
πληθ. -и)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я