Αναζήτησες τη λέξη "λίμνη" στα Ελληνικά

λίμνη λίμνη (η)

(Ουσιαστικό)

(λί-μνη, γεν. -ης,
πληθ. -ες, γεν. -ών)

662.mp3 liqen

(Emër)

(li-qen)

662.mp3 озеро

(Существительное)

(о-зе-ро, γεν. -а,
πληθ. -а)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я