Αναζήτησες τη λέξη "λάστιχο" στα Ελληνικά

λάστιχο λάστιχο (το)

(Ουσιαστικό)

(λά-στι-χο, γεν. -ου,
πληθ. -α, γεν. -ων)

646.mp3 gomë
audio/mp3/al/other/646b.mp3 lastik

(Emër)

(go-më/la-stik, gj. -ës,
sh. -at, gj. -ave)

646.mp3 резина
audio/mp3/ru/other/646b.mp3 шина

(Существительное)

(ре-зи-на, γεν. -ы,
πληθ. -ы)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я