Αναζήτησες τη λέξη "λάμπω" στα Ελληνικά

λάμπω λάμπω

(Ρήμα)

(ενεστ. λά-μπω, αόρ. έλαμψα)

643.mp3 shkëlqej

(Folje)

(e tashme shkël-qej, e kr. thj v. shkëlqeva,
e kr. thj. jov. u shkëlqeva, pjesore shkëlqyer)

643.mp3 светить(ся)
сиять

(Глагол)

(ενεστ. све-тить-(ся), αόρ. засветился (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.))

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я