Αναζήτησες τη λέξη "λάμπα" στα Ελληνικά

λάμπα λάμπα (η)

(Ουσιαστικό)

(λά-μπα, γεν. -ας,
πληθ. -ες)

641.mp3 llambë

(Emër)

(lla-mbë, gj. -ës,
sh. -at, gj. -ave)

641.mp3 лампа

(Существительное)

(лам-па, γεν. -ы,
πληθ. -ы)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я