Αναζήτησες τη λέξη "κόψιμο" στα Ελληνικά

κόψιμο κόψιμο (το)

(Ουσιαστικό)

(κό-ψι-μο, γεν. -ατος,
πληθ. -ατα, γεν. -άτων)

599.mp3 prerje

(Emër)

(pre-rje, gj. -es,
sh. -et, gj. -eve)

599.mp3 порез
audio/mp3/ru/other/599b.mp3 нарезка

(Существительное)

(по-рез, γεν. -а,
πληθ. -ы, γεν. -ов)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я