Αναζήτησες τη λέξη "κράνος" στα Ελληνικά

κράνος κράνος (το)

(Ουσιαστικό)

(κρά-νος, γεν. -ους,
πληθ. -η)

602.mp3 kaskë

(Emër)

(ka-skë, gj. -ës,
sh. -at, gj. -ave)

602.mp3 шлем

(Существительное)

(шлем, γεν. -а,
πληθ. -ы, γεν. -ов)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я