Αναζήτησες τη λέξη "κοροϊδεύω" στα Ελληνικά

κοροϊδεύω κοροϊδεύω

(Ρήμα)

(ενεστ. κο-ροϊ-δεύ-ω, αόρ. κορόϊδεψα)

576.mp3 tall

(Folje)

(e tashme tall, e kr. thj v. talla,
e kr. thj. jov. u talla, pjesore tallur)

576.mp3 обманывать

(Глагол)

(ενεστ. об-ма-ны-вать, αόρ. обманул (муж.), -а (жен.), -о (ср.))

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я