Αναζήτησες τη λέξη "κλίνω" στα Ελληνικά

κλίνω κλίνω

(Ρήμα)

(ενεστ. κλί-νω, αόρ. έκλινα,
παθ. μτχ. κεκλιμένος)

553.mp3 zgjedhoj
audio/mp3/al/other/553b.mp3 lakoj

(Folje/Folje)

(zgje-dhoj/la-koj/a-noj)

553.mp3 наклонять
audio/mp3/ru/other/553b.mp3 спрягать

(Глагол)

(ενεστ. на-кло-нять, αόρ. наклонил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. наклонился (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. наклонённый)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я