Αναζήτησες τη λέξη "κλέβω" στα Ελληνικά

κλέβω κλέβω

(Ρήμα)

(ενεστ. κλέ-βω, αόρ. έκλεψα,
παθ. αόρ. κλέφτηκα, παθ. μτχ. κλεμμένος)

543.mp3 vjedh

(Folje)

(e tashme vjedh, e kr. thj v. vodha,
e kr. thj. jov. u vodha, pjesore vjedhur)

543.mp3 красть
audio/mp3/ru/other/543b.mp3 воровать

(Глагол)

(ενεστ. красть, αόρ. украл (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. укрался (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. украденный)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я