Αναζήτησες τη λέξη "κιμάς" στα Ελληνικά

κιμάς κιμάς (ο)

(Ουσιαστικό)

(κι-μάς, γεν. -ά,
πληθ. -άδες, γεν. -άδων)

532.mp3 mish i grirë

(Emër/Mbiemër)

(mish i gri-rë)

532.mp3 фарш

(Существительное)

(фарш, γεν. -а)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я