Αναζήτησες τη λέξη "κατοικίδιο" στα Ελληνικά

κατοικίδιο κατοικίδιο (το)

(Ουσιαστικό)

(κα-τοι-κί-δι-ο, γεν. -ου,
πληθ. -α, γεν. -ων)

512.mp3 kafshë shtëpiake

(Emër/Mbiemër)

(ka-fshë shtë-pi-a-ke)

512.mp3 домашнее животное

(Существительное)

(до-маш-не-е жи-вот-но-е)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я