Αναζήτησες τη λέξη "καρφώνω" στα Ελληνικά

καρφώνω καρφώνω

(Ρήμα)

(ενεστ. καρ-φώ-νω, αόρ. κάρφωσα,
παθ. αόρ. καρφώθηκα, παθ. μτχ. καρφωμένος)

494.mp3 mbërthej

(Folje)

(e tashme mbër-thej, e kr. thj v. mbërtheva,
e kr. thj. jov. u mbërtheva, pjesore mbërthyer)

494.mp3 прибивать

(Глагол)

(ενεστ. при-би-вать, αόρ. прибил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. прибился (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. прибитый)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я