Αναζήτησες τη λέξη "καλώδιο" στα Ελληνικά

καλώδιο καλώδιο (το)

(Ουσιαστικό)

(κα-λώ-δι-ο, γεν. -ου,
πληθ. -α, γεν. -ων)

476.mp3 kabllo

(Emër)

(kab-llo, gj. -os,
sh. -ot, gj. -ove)

476.mp3 провод
audio/mp3/ru/other/476b.mp3 шнур

(Существительное)

(про-вод, γεν. -а,
πληθ. -а, γεν. -ов)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я